Thursday 24 June 2010

Όμορφα, πολύτιμα και...υπό εξαφάνιση

Η προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να μοιάζει ανεπίκαιρη σε μια εποχή οικονομικής αστάθειας και αγωνίας για το μέλλον, όμως ο πραγματικός πλούτος ενός τόπου δε μετριέται μόνο σε χρήμα. Από τα λεπτεπίλεπτα αγριολούλουδα στις πλαγιές των βουνών, μέχρι τα γιγάντια δέντρα των υπεραιωνόβιων δασών, η ποικιλόμορφη χλωρίδα της Ελλάδας αριθμεί περίπου 8.000 είδη, εκ των οποίων τα 1.300 είναι ενδημικά.

Ο εορτασμός του 2010 ως διεθνούς έτους βιοποικιλότητας συνιστά μία μοναδική ευκαιρία να εξοικειωθούμε με τον άγνωστο κόσμο των σπάνιων ελληνικών φυτών , όχι μόνο μέσα από τα βιβλία ή την οθόνη της τηλεόρασης, αλλά αναζητώντας τα στο φυσικό τους περιβάλλον- όσο ακόμα υπάρχει χρόνος, αφού πολλά από αυτά ενδέχεται να μην υπάρχουν σε μερικά χρόνια.

Xάρη στην γεωμορφολογική και κλιματική της ποικιλομορφία, η Ελλάδα διαθέτει μία από τις πλουσιότερες βιοποικιλότητες στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικά, μόνο στα 150 χλμ, που χωρίζουν τις ακτές της Καβάλας από την κεντρική Ροδόπη παρατηρούνται ζώνες μεσογειακής, μεσοευρωπαϊκής και σκανδιναβικής βλάστησης. Εντούτοις, εξαιτίας της ανεπαρκούς διατήρησης του φυσικού μας πλούτου, περίπου 300 είδη και υποείδη χλωρίδας θεωρούνται απειλούμενα, και από αυτά μόλις τα 22 προστατεύονται από το νόμο.Από έρευνα, που εκπόνησε το ΥΠΕΧΩΔΕ σε συνεργασία με το ΕΚΒΥ το 2007, προκύπτει ότι η κατάσταση διατήρησης για το 55% των ειδών της εγχώριας χλωρίδας είναι άγνωστη, για το 33% ανεπαρκής και για το 3% κακή- εν ολίγοις, μόνο το 9% των ειδών βρίσκεται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.


Πολλά από τα ενδημικά φυτά της Ελλάδας συναντώνται στα νησιά, όπου παρέμειναν απομονωμένα για χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια. 379 από αυτά βρίσκονται στα νησιά του Αιγαίου, ενώ μόνο στις άνυδρες Κυκλάδες εντοπίζονται περισσότερα από 1.400 είδη βλάστησης, εκ των οποίων τουλάχιστον 80 είναι ενδημικά της ελληνικής χλωρίδας.

Πιο συγκεκριμένα, 19 τοπικά ενδημικά είδη έχουν καταγραφεί στο Βόρειο Αιγαίο, 54 εντοπίζονται στο Δυτικό, 45 στο Ανατολικό και 33 στις Κυκλάδες Δυστυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες τα περισσότερα από αυτά έχουν δεχθεί ανεπανόρθωτο πλήγμα, εξαιτίας των εντατικών καλλιεργειών, της εισαγωγής ξενικών φυτών και της ανάπτυξης του μαζικού τουρισμού, καθώς επίσης και της κλιματικής αλλαγής.

Ολόκληρη η λεκάνη της Μεσογείου συμπεριλαμβάνεται στη λίστα με τις 200 οικολογικά πιο σημαντικές περιοχές στον κόσμο και θεωρείται ένα από τα 34 παγκόσμια «θερμά σημεία» προτεραιότητας για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα 50 σπανιότερα Μεσογειακά φυτά παρουσιάζονται στο βιβλίο “Τα 50 κορυφαία φυτά της Μεσογείου”, που υπογράφει η Ομάδα Ειδικών για τα Φυτά των Νησιών της Μεσογείου της Επιτροπής για την Επιβίωση των Ειδών.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, το 60% των 25.000 ανθοφόρων φυτών και πτεριδοφύτων , που εντοπίζονται στις Μεσογειακές χώρες, δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο. Εννέα από τα άγρια φυτά του βιβλίου φύονται αποκλειστικά στα νησιά του Αιγαίου και στο σύνολο τους συμπεριλαμβάνονται στη λίστα με τα κρίσιμα κινδυνεύοντα φυτά του ελληνικού Κόκκινου Καταλόγου. Ωστόσο, τα επτά από αυτά δεν περιλαμβάνονται σε καμία εθνική ή διεθνή συνθήκη προστασίας.

Kείμενο: Χριστίνα Σανούδου
Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας

Wednesday 9 June 2010

Εσύ πόσο νερό σπαταλάς;

Καθώς οι καταναλωτές προσπαθούν να εξοικειωθούν με την ιδέα του αποτυπώματος άνθρακα, οι επιστήμονες έχουν ήδη καταλήξει καταλήξει στο περιεχόμενο της επόμενης οικολογικής ετικέτας, που πιθανότατα θα φέρουν τα προϊόντα του μέλλοντος. Το “αποτύπωμα νερού” αποτελεί μία από τις νεώτερες μεθόδους, με τις οποίες υπολογίζεται ο αντίκτυπος της ανθρωπότητας στο φυσικό περιβάλλον και συγκεκριμένα στα υδάτινα αποθέματα του πλανήτη.

Τον όρο εισήγαγε για πρώτη φορά ο δρ. Arjen Hoekstra του Ινστιτούτου Εκπαίδευσης για το Νερό της UNESCO, προκειμένου να διευκολύνει την καταμέτρηση της ποσότητας νερού, που καταναλώνει κάθε χώρα. Το μεγαλύτερο αποτύπωμα νερού στον πλανήτη ανήκει στις ΗΠΑ, όπου σε κάθε άτομο αντιστοιχούν 2,9 εκ. λίτρα ανά άτομο ετησίως. Ωστόσο, δεύτερη στη μαύρη λίστα του WFN δεν είναι μία χώρα με μεγάλες βιομηχανίες ή απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αλλά η Ελλάδα, με 2,4 εκ. λίτρα ανά άτομο το χρόνο.

Ανταποκρινόμενες στις πιέσεις να μειώσουν το περιβαλλοντικό κόστος των δραστηριοτήτων τους, το αποτύπωμα νερού έχουν αρχίσει πλέον να υπολογίζουν και οι βιομηχανίες- ιδιαίτερα όσες ασχολούνται με την παραγωγή υλικών και τροφών, που απαιτούν τη χρήση μεγάλων ποσοτήτων νερού, όπως είναι το βαμβάκι, ο καφές και το μοσχαρίσιο κρέας. Πιο συγκεκριμένα, ένα κιλό μοσχαρίσιου κρέατος ισοδυναμεί με 16.000 λίτρα νερού, ενώ για κάθε κούπα καφέ, που καταναλώνουμε, έχουν χρησιμοποιηθεί περίπου 140 λίτρα. Αναλόγως, η παραγωγή ενός βαμβακερού πουκαμίσου προϋποθέτει τη χρήση 2,900 λίτρων νερού και ένα ποτήρι κρασί αντιστοιχεί σε 120 λίτρα νερού.

Οι εκτιμήσεις προέρχονται από στοιχεία του μη-κερδοσκοπικού Δικτύου Αποτυπώματος Νερού (Water Footprint Network ), που δημιουργήθηκε το 2008 με στόχο να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ επιστημόνων στον τομέα της ανάπτυξης μεθόδων και εργαλείων για τον υπολογισμό του αποτυπώματος, αλλά και να καταστήσει δυνατή την κατάρτιση μίας λίστας με την κατανάλωση νερού των κρατών του κόσμου. Στην ιστοσελίδα του Δικτύου λειτουργεί, επίσης, ένας δωρεάν υπολογιστής, ο οποίος επιτρέπει στους χρήστες να υπολογίζουν το προσωπικό τους αποτύπωμα νερού ανάλογα με τις καθημερινές δραστηριότητες τους και επομένως να περιορίζουν την αλόγιστη σπατάλη αυτού του πολύτιμου αγαθού.

Το προσωπικό ή συλλογικό αποτύπωμα νερού, που χρησιμοποιεί το WFN, λαμβάνει υπόψιν τρεις παραμέτρους: Τον όγκο γλυκού νερού, που εξατμίστηκε α) από τα παγκόσμια επιφανειακά υδατικά αποθέματα β) από το νερό της βροχής, που αποθηκεύεται στο χώμα με τη μορφή υγρασίας και γ) την ποσότητα του νερού, που μολύνθηκε κατά τη διάρκεια της παραγωγής αγαθών και της προσφοράς υπηρεσιών. Επιπλέον, για τη μέτρηση του ατομικού υδατικού αποτυπώματος υπολογίζονται τόσο η άμεση- δηλαδή στο σπίτι- όσο και η έμμεση- για την παραγωγή προιόντων κτλ- κατανάλωση νερού. Έτσι, το μέσο παγκόσμιο υδατικό αποτύπωμα ανέρχεται στα 1,240 εκ. λίτρα το χρόνο ανά άτομο ετησίως.

Αντίστοιχα, ως εταιρικό αποτύπωμα νερού ορίζεται ο συνολικός όγκος νερού, που χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα για τη λειτουργία μιας επιχείρησης, ενώ το αποτύπωμα ενός κράτους λαμβάνει υπόψιν την εσωτερική κατανάλωση- από τα υπάρχοντα υδατικά αποθέματα της χώρας- και την εξωτερική κατανάλωση- την οποία συνεπάγονται οι εισαγωγές προιόντων. Ενδεικτικά, το 65% του συνολικού όγκου νερού, που ξοδεύει η Ιαπωνία, προέρχεται από άλλες χώρες, ενώ στην Κίνα το εξωτερικό αποτύπωμα δεν ξεπερνά το 7% του συνόλου.

Μία από τις πρώτες εταιρίες, που δέχτηκε να συνεργαστεί με το WFN ήταν η ζυθοποιία SABMiller, η οποία παράγει, μεταξύ άλλων, τις μπύρες Peroni Nastro Azzurro, Grolsch και Foster's. Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου για την Εβδομάδα Νερού, που πραγματοποιήθηκε πέρυσι στη Στοκχόλμη, εκπρόσωποι του πολυεθνικού κολοσσού παρουσίασαν το πρώτο λεπτομερές εταιρικό αποτύπωμα νερού και δήλωσαν ότι θα αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα για να ελέγχουν τις ποσότητες νερού που χρησιμοποιούν.

Το WWF, το οποίο ανέλαβε να εκτιμήσει το αποτύπωμα της SABMiller, υπολόγισε ότι η παραγωγή ενός λίτρου μπύρας στη Νότιο Αφρική απαιτεί τη χρήση 155 λίτρων νερού- συμπεριλαμβανομένου του νερού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του μπουκαλιού, ενώ στην Τσεχία η αντίστοιχη κατανάλωση δεν ξεπερνά τα 43 λίτρα νερού ανά λίτρο μπύρας. Η απόκλιση αυτή αποδίδεται κατά κύριο λόγο στο ξηρό κλίμα της Νοτίου Αφρικής και κατ' επέκταση την εντατικότερη άρδευση των καλλιεργειών. Ανάλογα μέτρα έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει και η Coca-Cola, η οποία υποστηρίζει ότι έχει υπολογίσει το αποτύπωμα νερού της συσκευασίας ενός λίτρου κόκα κόλας- χωρίς όμως να το δημοσιοποιήσει.

Ορισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις ζητούν να επιβληθεί η αναγραφή του αποτυπώματος νερού σε όλα τα συσκευασμένα τρόφιμα, προσφέροντας στους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέγουν αυτά που επιβαρύνουν λιγότερο το περιβάλλον. Ταμπελάκια με αποτύπωμα νερού έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους σε προϊόντα φιλανδικών και ιαπωνικών εταιριών. Ωστόσο, το WWF θεωρεί ότι είναι ακόμα πολύ νωρίς για την εφαρμογή τέτοιου είδους μέτρων, αφού οι ειδικοί δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε μία σταθερή μέθοδο υπολογισμού του αποτυπώματος.

Για αυτό ακριβώς το σκοπό, εργάζεται εντατικά επιστημονική ομάδα του πανεπιστημίου του Twente, στην Ολλανδία, με τη συμμετοχή του εμπνευστή της έννοιας του υδατικού αποτυπώματος, καθηγητή Arjen Hoekstra. “Προς το παρόν, η διαδικασία προσδιορισμού και καταμέτρησης διαφορετικών μονάδων μπερδεύει τους πάντες” αναφέρει σε δημοσίευμα του National Geographic ο Stuart Orr, ειδικός σε θέματα αποτυπώματος γλυκού νερού της WWF. Εντούτοις, υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση για τη σωτηρία του πλανήτη και της ανθρωπότητας, δεδομένου ότι τα υδάτινα αποθέματα έχουν ήδη αρχίσει να εξαντλούνται.

Το περασμένο καλοκαίρι, δύο οργανισμοί που προωθούν τις βιώσιμες καλλιέργειες- το Συμβούλιο Διατροφικής Ηθικής και η μη κερδοσκοπική οργάνωση Sustain- πρότειναν την υιοθέτηση μίας οικολογική ετικέτα σε σχήμα λουλουδιού, με το κάθε πέταλο να αναφέρει κατά πόσο το εν λόγω προϊόν συμβάλλει στην επιδείνωση ενός φλέγοντος περιβαλλοντικού ζητήματος: Παραδείγματος χάρη, ένα πέταλο θα αντιστοιχεί στο αποτύπωμα άνθρακα, ένα στο αποτύπωμα νερού κ.ο.κ. Αντί να αναφέρουν την ακριβή κατανάλωση ύδατος σε λίτρα, οι ετικέτες απλώς θα αποκαλύπτουν αν ο παραγωγός φροντίζει για τη σωστή διαχείριση του νερού, που χρησιμοποιεί.

Δεν είναι όμως, όλοι οι παραγωγοί πρόθυμοι να προσαρμοστούν στην ιδέα των ειδικών ετικετών. Από έρευνα, που πραγματοποίησε το National Geographic, προέκυψε ότι οι περισσότερες εταιρίες θα δίσταζαν να εμπλακούν σε μία τόσο χρονοβόρα και πολύπλοκη διαδικασία. “Τα λεπτομερή αποτυπώματα νερού είναι ένα μη ρεαλιστικό σενάριο, όταν διαθέτεις πολλές χιλιάδες προϊόντα”, ισχυρίζεται στο σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού εκπρόσωπος του βρετανικού κολοσσού Unilever. Σε ανάλογο πνεύμα, η Sylvain Lhôte της αυστριακής βιομηχανίας πλαστικών Borealis, αναφέρει: “Θεωρούμε ότι είναι παντελώς άσκοπο και παραπλανητικό το να μιλάμε για αποτυπώματα νερού”, υποστηρίζοντας ότι το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος ενός προϊόντος δεν καθορίζεται μόνο από τον όγκο νερού, που προϋποθέτει η παραγωγή του.

Κείμενο: Χριστίνα Σανούδου