Saturday 22 October 2011

Καισάρεια: Όταν η Ανατολή συναντά τη Δύση

Θα μπορούσε να είναι μια τυπική επαρχιακή πόλη κάπου στη βόρεια Ευρώπη, με τα ανθισμένα παρτέρια της, το καλοδιατηρημένο μεσαιωνικό πάρκο, τους πεντακάθαρους δρόμους και τους κατοίκους της, που κυκλοφορούν με ενοικιαζόμενα δημοτικά ποδήλατα ή περιμένουν υπομονετικά το τράμ. Εκ πρώτης όψεως, μόνο οι μιναρέδες προδίδουν την πραγματική ταυτότητα της Καισάρειας- κάποτε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο του πρώιμου χριστιανικού κόσμου, σήμερα η ένατη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, πλήρως εκσυγχρονισμένη με ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης.

Μέχρι στιγμής, η ανάπτυξη δεν φαίνεται να συνοδεύεται από τη φτώχεια, τα σκουπίδια και την άναρχη δόμηση, που συναντά κανείς σε άλλες τουρκικές μεγαλουπόλεις, όπως η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη. Σε αντίθεση, όμως, με τον κοσμοπολίτικο αέρα, που πνέει στους πιο τουριστικούς προορισμούς της Καππαδοκίας, η Καισάρεια είναι μία συντηρητική πόλη, όπως μαρτυρούν τόσο το σεμνό ντύσιμο των γυναικών όσο και η παντελής έλλειψη νυχτερινής ζωής.

Τα απογεύματα, οι νέοι της περιοχής συχνάζουν στα χαρακτηριστικά αρτοποιεία-καφέ, όπου καταναλώνουν παραδοσιακά γλυκίσματα και νες καφέ, όμως από τις 10 και μετά η πόλη μοιάζει εγκαταλελειμμένη, οι ελάχιστοι περαστικοί είναι αποκλειστικά άντρες, ενώ αλκοόλ σερβίρεται μόνο στα δυτικού τύπου ξενοδοχεία. Οι λάτρεις του καλού φαγητού πάντως δεν θα απογοητευτούν, αφού τα- περιορισμένα σε αριθμό- καλά εστιατόρια της περιοχής προσφέρουν εξαιρετικό φαγητό σε χαμηλές τιμές.


Τον χειμώνα, η ατμόσφαιρα πρέπει να αλλάζει ριζικά, καθώς το όρος Αργαίος- Ερσίγες για τους ντόπιους-, που υψώνεται επιβλητικά στο βάθος, αποτελεί πόλο έλξης για τους φανατικούς των χειμερινών σπορ. Εμείς την επισκεφθήκαμε καλοκαίρι, όταν τα ξενοδοχεία είναι άδεια και οι λιγοστοί τουρίστες απλώς διέρχονται από την Καισαρεία και συνεχίζουν προς την κοιλάδα Γκόρεμε ή τα ενδότερα της κεντρικής Τουρκίας.

Τα τοπικά αξιοθέατα περιλαμβάνουν το Βυζαντινό κάστρο, χρονολογούμενο γύρω στο 1500 π.Χ., πίσω από τα τείχη του οποίου κρύβεται το παζάρι της πόλης, το μεγάλο τζαμί, ένα λαογραφικό μουσείο, κατάλοιπα από τα χρόνια κυριαρχίας των Σελτζούκων και των Οθωμανών, και ορισμένες περίτεχνες κατοικίες του 18ου και 19ου αιώνα, οι οποίες διασώθηκαν από τις μαζικές κατεδαφίσεις της δεκαετίας του 1970.



To μικρό και μάλλον κακοδιατηρημένο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης βρίσκεται στα όρια ενός απέραντου, καταπράσινου νεκροταφείου- οι κάτοικοι της περιοχής το αντιμετωπίζουν ως ακόμα ένα πάρκο αναψυχής, ιδανικό για πικ νικ και οικογενειακούς περιπάτους. Ίσως το πιο εντυπωσιακό σημείο αναφοράς της περιοχής είναι το ίδιο το όρος Ερσίγες με την βραχώδη κορυφή του να αγγίζει τα 3.917 μέτρα.




 
Κείμενο:Χριστίνα Σανούδου
Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας

Friday 22 July 2011

Κουρδιστάν: Ταξίδι στην ιστορία


Δεν γνωρίζουμε ακόμα γιατί η προϊστορική γυναίκα, τον σκελετό της οποίας εντόπισαν οι Ελληνες αρχαιολόγοι στην πόλη των Αρβύλων, τοποθετήθηκε στην τελευταία της κατοικίας με το πρόσωπο στραμμένο προς τα κάτω. Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια ερευνών για να διαπιστώσουμε αν το θραύσμα αττικού αγγείου του 4ου π. Χ. αιώνα είχε κάποια σχέση με την κάθοδο των Μυρίων, που εξιστορεί τόσο λεπτομερώς ο Ξενοφώντας. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι οι ανασκαφές, που πραγματοποιεί ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών στην αυτόνομη περιφέρεια του Κουρδιστάν, στο βόρειο Ιράκ, θα έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικά ευρήματα, ενώ δεν αποκλείεται να αποτελέσουν σημείο αναφοράς για την αρχαιολογία της ευρύτερης -και σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητης- περιοχής.

Οι πρώτες έρευνες διενεργήθηκαν τον Απρίλιο υπό τη διεύθυνση του λέκτορα αρχαιολογίας ανατολικών πολιτισμών Κωνσταντίνου Κοπανιά, και σχεδιάζεται να συνεχιστούν το ερχόμενο φθινόπωρο. Παράλληλα, ομάδα ιστορικών του Πανεπιστημίου, με επικεφαλής τον καθηγητή Κωνσταντίνο Μπουραζέλη, έχει αναλάβει να καταγράψει τις ελληνιστικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες στο βόρειο Ιράκ, αλλά και να αναζητήσει το πεδίο της μάχης των Γαυγαμήλων κατά παραγγελία του κυβερνήτη των Αρβύλων, ο οποίος αντιλαμβάνεται τα οφέλη που μπορεί να έχει μια τέτοια ανακάλυψη για την ανάπτυξη της περιοχής. Μία προκαταρκτική έρευνα διεξήγαγαν ήδη ο Θάνος Σίδερης του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και ο Κλεάνθης Ζουμπουλάκης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Απέραντες πεδιάδες σπαρμένες με αμέτρητα θραύσματα αρχαίας κεραμικής και τεχνητοί λόφοι δημιουργημένοι από αλλεπάλληλες περιόδους κατοίκησης συνθέτουν έναν αρχαιολογικό παράδεισο, σε έναν τόπο που αγωνίζεται να απαλλαχθεί από τα φορτία του αιματηρού του παρελθόντος. Η Μεσοποταμία διένυε ήδη τη Χαλκολιθική Εποχή όταν οι κάτοικοι του Ευρωπαϊκού χώρου δεν είχαν ακόμα αρχίσει να πειραματίζονται με τη χρήση του μετάλλου, ενώ στις εύφορες πεδιάδες της περιοχής πιστεύεται ότι ξεκίνησε για πρώτη φορά η γεωργία. Τον περασμένο Μάιο, η 14μελής ελληνική ομάδα επικέντρωσε την προσοχή της στη μικρότερη από τις δύο θέσεις, τις οποίες έχει την άδεια να διερευνήσει. Το Tell Nader- tell σημαίνει λόφος, ενώ Nader Mohammed είναι το όνομα του αρχαιολόγου που τον ανακάλυψε- μέσα στα όρια της πόλης Erbil, σώθηκε την τελευταία στιγμή πριν οικοδομηθεί. Τα ανώτερα στρώματα χώματος είχαν ήδη αφαιρεθεί από εκσκαφέα, έτσι σε ελάχιστο βάθος η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τα ίχνη μιας αγροικίας, που εκτιμάται ότι ήταν σε χρήση από την ύστερη 6η ώς τα τέλη της 2ης π.Χ. χιλιετίας.

Εντός των ορίων του οικισμού ανακαλύφθηκαν υπολείμματα εστιών, αποθηκευτικοί χώροι επενδεδυμένοι με πηλό για την προστασία των περιεχομένων τους από τα τρωκτικά, τάφοι, πέντε πήλινα ειδώλια ζώων, περισσότερα από 18.000 θραύσματα αγγείων και σχεδόν 3.000 λίθινα αντικείμενα. Ανάμεσά τους και ορισμένα εργαλεία από οψιανό, γεγονός που μαρτυρά ότι οι κάτοικοι του οικισμού είχαν εμπορικές σχέσεις με τόπους εξόρυξης του ηφαιστειογενούς πετρώματος. Οστά οικόσιτων ζώων - αιγοπροβάτων, χοίρων, σκύλων κ. ά. - μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι του οικισμού μάλλον επιδίδονταν στην κτηνοτροφία, ενώ ορισμένα μικρά πήλινα αντικείμενα δεν αποκλείεται να ήταν λογιστικά σύμβολα. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δεν έχουν ακόμα έρθει στο φως, όλα όμως δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι μόνο θέμα χρόνου. «Θέσεις αυτής της περιόδου δεν έχουν ερευνηθεί συστηματικά στην ευρύτερη περιοχή», υπογραμμίζει ο κ. Κοπανιάς, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη ανασκαφή μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για μετέπειτα έρευνες.

Ο πρώτος σκελετός, θαμμένος μέσα σε ένα αγγείο, εντοπίστηκε τυχαία στη θέση Tell Nader λίγο πριν καταφτάσουν στο Κουρδιστάν οι Ελληνες ανασκαφείς. Οι Κούρδοι αρχαιολόγοι μετέφεραν τα οστά στο τοπικό μουσείο, όμως κατάχωσαν ξανά το σπασμένο αγγείο «αφού δεν διέθεταν συντηρητές για να το συγκολλήσουν». Ο δεύτερος σκελετός -πιθανότατα μιας ενήλικης γυναίκας-, ανακαλύφθηκε λίγο αργότερα, μέσα σε έναν στρογγυλό τάφο. Χιλιάδες χρόνια μετά τον ενταφιασμό της, ταξίδεψε στην Ελλάδα για να μελετηθεί από τη δρα Sherry Fox, διευθύντρια του Εργαστηρίου Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών στην Αθήνα, πριν επιστρέψει ξανά στα πάτρια εδάφη.

Μέσα στους επόμενους μήνες, οι μελετητές θα έχουν περισσότερα στοιχεία για την ηλικία και τα αίτια θανάτου της νεκρής, καθώς και την ακριβή χρονολόγησή της. Ισως, όμως, να μη μάθουμε ποτέ τι είδους ατύχημα ή επίθεση ευθύνεται για τη μεγάλη οπή στο κρανίο της, που όμως επουλώθηκε φυσικά και δεν σχετίζεται με τον θάνατο της, ή γιατί τοποθετήθηκε στην τελευταία της κατοικία σε αυτήν την παράξενη στάση. Εκτός από τον σκελετό, στο εξωτερικό ταξίδεψαν επίσης φυτικά κατάλοιπα και άλλα ευρήματα, για να μελετηθούν από ειδικούς σε πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ανά τον κόσμο. «Οταν ολοκληρωθούν οι έρευνες, θα έχουμε μία πλήρη εικόνα της καθημερινής ζωής της περιόδου», εξηγεί ο υπεύθυνος της ανασκαφής.

Tο μεγαλύτερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για το ευρύ κοινό, παρουσιάζει η δεύτερη και μεγαλύτερη αρχαιολογική θέση, όπου δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει οι ανασκαφές. Ο λόφος Tell Baqrta, 28 χλμ. νότια του Erbil και ύψους 20 μ., πιθανότατα κατοικήθηκε σχεδόν αδιάλειπτα από την 6η χιλιετία π.Χ. ώς τους ισλαμικούς χρόνους και στο εσωτερικό του εκτιμάται ότι κρύβονται αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των διαδοχικών φάσεων ενός ολόκληρου αστικού κέντρου. Σε κοντινή απόσταση, ο Θάνος Σίδερης εντόπισε ένα αττικό όστρακο, προερχόμενο πιθανότατα από οινοχόη του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π.Χ.

Η ανακάλυψη έγινε εντελώς τυχαία, αφού η ελληνική ομάδα δεν βρισκόταν στην περιοχή για να αναζητήσει ελληνικά ευρήματα. «Ο συσχετισμός του οστράκου με τους Μυρίους του Ξενοφώντα είναι ένα ιδιαίτερα δελεαστικό σενάριο, αν και οπωσδήποτε είναι πάρα πολύ νωρίς για τέτοιου είδους συμπεράσματα», υπογραμμίζει ο κ. Κοπανιάς. Πάντως, σύμφωνα με τις περιγραφές του αρχαίου ιστορικού, οι Ελληνες μισθοφόροι περιπλανήθηκαν στις αχανείς πεδιάδες του σημερινού Κουρδιστάν, αφού δεν είχαν την επιλογή να επιστρέψουν στην πατρίδα από την πεπατημένη οδό, που ακολουθούσε τον ρου του ποταμού Ευφράτη. Αντί αυτής, πέρασαν τον ποταμό Λύκο (Zab), λίγα χιλιόμετρα από τη θέση Tell Baqrta, και στη συνέχεια κινήθηκαν σχεδόν παράλληλα με τον Τίγρη πριν διασχίσουν τα δύσβατα βουνά της γης των Καρδούχων, τους οποίους πολλοί σύγχρονοι Κούρδοι θεωρούν προγόνους τους.

Πλέον, ένας από τους ασφαλέστερους προορισμούς στη Μέση Ανατολή, το Κουρδιστάν, γνωρίζει πρωτόγνωρη οικονομική ανάκαμψη, όπως καταδεικνύει ήδη η παρουσία πλήθους ξένων εταιρειών στην περιοχή. Αισθητή είναι ώς τώρα η απουσία της χώρας μας, μολονότι οι τοπικές αρχές είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές – αυτό τουλάχιστον έσπευσαν να επισημάνουν τα μέλη της υψηλόβαθμης κουρδικής αποστολής που ήρθε στην Ελλάδα τον περασμένο μήνα με αφορμή την ολοκλήρωση της πρώτης ανασκαφικής περιόδου.

Οσον αφορά τις ανασκαφές του Πανεπιστημίου Αθηνών, πολύ θετικά έχει εξελιχθεί μέχρι στιγμής η συνεργασία των δύο χωρών, τον θεμέλιο λίθο τη οποίας έθεσε ο τότε υπεύθυνος -και μοναδικός υπάλληλος- του ελληνικού Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Erbil, Νίκος Δούκας. Σήμερα, ο κ. Δούκας έχει επιστρέψει στην Ελλάδα με απόφαση του υπουργείου Εξωτερικών, χωρίς ωστόσο να έχει οριστεί αντικαταστάτης του. Ούτε, φυσικά, υπάρχουν σχέδια για την ίδρυση ελληνικού προξενείου στο ιρακινό Κουρδιστάν, όπου δραστηριοποιούνται ήδη αρκετά κράτη της Ευρώπης και όχι μόνο. Μάλιστα, η Τουρκία έχει ήδη εξελιχθεί στον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της περιφέρειας του Κουρδιστάν, ενώ πρόσφατα ο Ταγίπ Ερντογάν εγκαινίασε το νέο αεροδρόμιο των Αρβήλων.

Μόνη επίσημη ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή είναι η πρεσβεία της Βαγδάτης, η οποία υποστήριξε εμπράκτως το έργο της ελληνικής αποστολής. Χάρη στις προσπάθειες του Ελληνα πρέσβη, Μερκούριου Καραφωτιά, η ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν η μοναδική ξένη αρχαιολογική αποστολή που κατόρθωσε να λάβει άδεια για τη διενέργεια ανασκαφών και από την κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ. Είναι, επίσης, η μόνη στην οποία επετράπη να εξαγάγει ευρήματα από το Κουρδιστάν για να τα μελετήσει.

«Σε άλλους δεν επιτρέπουν ούτε καν να μετακινήσουν τα εκθέματα από το μουσείο», αναφέρει ο κ. Κοπανιάς. Πρόκειται, ίσως, για μιας μορφής αναγνώριση του σεβασμού που έχουν μέχρι τώρα δείξει οι Ελληνες ερευνητές προς τις κουρδικές αρχές αλλά και προς τις ίδιες τις αρχαιότητες της χώρας. Στο παρελθόν, κάποιες αρχαιολογικές αποστολές έχουν ακολουθήσει πιο τυχοδιωκτικές πρακτικές, εκμεταλλευόμενες την απουσία ελεγκτικών μηχανισμών για να αναζητήσουν «μεγάλα» ευρήματα, όπως επιγραφές ή πολύτιμα μέταλλα, χρησιμοποιώντας πρόχειρες μεθόδους που δύνανται να καταστρέψουν ολόκληρα αρχαιολογικά στρώματα.

Κείμενο: Χριστίνα Σανούδου

Saturday 18 June 2011

Λιουμπλιάνα

Η Λιουμπλιάνα επιφυλάσσει μια έκπληξη σε όσους την επισκέπτονται περιμένοντας να αντικρίσουν μια τυπική πρωτεύουσα του πρώην ανατολικού μπλοκ. Χτισμένη ανάμεσα σε κατάφυτους λόφους στις όχθες του ποταμού Λιουμπλιάνιτσα, με λιθόστρωτους δρόμους, κτίρια μπαρόκ και αρτ νουβό αισθητικής και το επιβλητικό κάστρο της, με εμφανή στοιχεία αυστρο-ουγγρικής αρχιτεκτονικής, θυμίζει περισσότερο επαρχιακή κωμόπολη της κεντρικής Ευρώπης.

Σύμφωνα με έναν μύθο, η πόλη ιδρύθηκε από τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες, όταν επέστρεφαν από την εκστρατεία τους. Η σύγχρονη σλοβενική πρωτεύουσα, με λιγότερους από 300.000 κατοίκους -εκ των οποίων σχεδόν οι 65.000 είναι φοιτητές-, κινείται σε χαλαρούς ρυθμούς, έχοντας διατηρήσει εν πολλοίς τον παραδοσιακό της χαρακτήρα.

Νεανικά ξενοδοχεία, μικροσκοπικά καφέ και μπαρ με εξαιρετικά χαμηλές για τα ελληνικά δεδομένα τιμές έχουν αναπτυχθεί στο παλιό -και ομορφότερο- κομμάτι της, ως αποτέλεσμα της ταχύτατης τουριστικής ανάπτυξης της χώρας. To απέραντο πάρκο Tivoli ενδείκνυται για περιπάτους, παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες, που επικρατούν το χειμώνα, και τις συχνές καλοκαιρινές βροχές.

Γενέτειρα λογοτεχνών, επιστημόνων και φιλοσόφων, μεταξύ των οποίων ο ο γνωστός στο ελληνικό κοινό Slavoj Zizek, και έδρα του σημαντικότερου πανεπιστημίου της Σλοβενίας, δίνει την εντύπωση μιας πόλης διανοουμένων, με πλήθος ανεξάρτητων «ψαγμένων» βιβλιοπωλείων, ευφυή πολιτικοποιημένα γκράφιτι στους τοίχους και ρήσεις μεγάλων στοχαστών, όπως ο Σωκράτης, να αναγράφονται στην άσφαλτο, δίπλα από τις διαβάσεις πεζών.

Κείμενο-φωτογραφίες: Χριστίνα Σανούδου

Sunday 29 May 2011

Όταν τα σχολεία γίνονται μουσεία...

Εκεί που κάποτε ηχούσαν παιδικές φωνές, τώρα ακούγεται ένας απόκοσμος θρήνος. Σκοπός του νέου Μουσείου Τσόκλη, στο παλιό δημοτικό σχολείο του Κάμπου στην Τήνο, δεν είναι βέβαια να καταθλίψει τους επισκέπτες, ούτε να τους θυμίσει πως η μέση ηλικία του ντόπιου πληθυσμού ακολουθεί σταδιακά ανοδική πορεία.

Ωστόσο, η «Απρονοησία του Προμηθέα» -η πρόσφατη, υποβλητική εγκατάσταση του γνωστού εικαστικού- κατορθώνει να διεισδύσει στα ενδότερα της σκέψης ακόμα και των πεισματικά αισιόδοξων, θέτοντας βαθιά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τη φύση του ανθρώπου και το μέλλον της ανθρωπότητας. Ενα σύμπλεγμα από ζωγραφική, βίντεο και μεγάλους καθρέφτες, το έργο δημιουργεί την εντύπωση ότι ολόκληρη η αίθουσα φλέγεται και όσοι εισέρχονται βρίσκονται εν μέσω μιας πυρκαγιάς, ενώ ο ήχος κλάματος στο βάθος είναι σχεδόν ανατριχιαστικό.

Εμφανώς επηρεασμένη από την αγριότητα των καιρών μας, αλλά και από γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, όπως οι πυρκαγιές του 2007, η εγκατάσταση αναδεικνύει τη διττή φύση της φωτιάς «που ζεσταίνει και γοητεύει αλλά ταυτόχρονα μπορεί να φέρει την καταστροφή», εξηγεί η καλλιτεχνική σύμβουλος του Μουσείου, Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή.

«Ο Τσόκλης είναι ένας καλλιτέχνης που θέλει να εντυπωσιάζει, θέλει να συγκινεί. Και χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να το επιτύχει», προσθέτει. Οι σταυροί στους τοίχους μπορεί να συμβολίζουν «τον θάνατο, τον πόλεμο ή και τη σταύρωση της ίδιας της δημιουργικής διαδικασίας», όμως το έργο παραμένει ανοιχτό προς ερμηνεία, κι αυτό που υπερισχύει τελικά είναι το συναίσθημα, όχι οι λογικές ερμηνείες.

O ίδιος ο δημιουργός, πάντως, αρνείται να αναλάβει τον ρόλο του κριτή -ή του επικριτή- των κοινωνικών εξελίξεων. Οι καλλιτέχνες «δεν θα γίνουν ποτέ μαριονέτες, ούτε θα ικανοποιήσουν τις φαντασιώσεις όσων τόσο καιρό μας αγνοούσαν», τονίζει εμφατικά. «Οι καλλιτέχνες είμαστε παρατηρητές. Δεν κρίνουμε. Και τα καλά και τα κακά είναι εξίσου ενδιαφέροντα για μας».

Το κλίμα είναι σαφώς λιγότερο βαρύ στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου, όπου κυριαρχεί η σειρά πολύχρωμων πορτρέτων των φίλων του Τσόκλη σε φυσικό μέγεθος, με τίτλο «Οι Αγιοι Φίλοι μου». Εν τούτοις, και εδώ υπάρχει μια αδιόρατη υπενθύμιση της ανθρώπινης θνητότητας, αφού πολλοί από τους απεικονιζόμενους έχουν πια φύγει από τη ζωή. «Είμαι σχεδόν ο μόνος εν ζωή καλλιτέχνης της γενιάς του ’60», αναγνωρίζει ο εικαστικός. «Υπήρξαμε κι εμείς ανάμεσα στις διεθνείς πρωτοπορίες», συνεχίζει, διευκρινίζοντας ότι κύριος στόχος του Μουσείου είναι «να αποκατασταθεί μια αλήθεια» σχετικά με την αξία αυτής της εικαστικής γενιάς, η οποία «δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητή».
Δίπλα στην είσοδο του λιτού, αλλά κομψού οικοδομήματος, που επεκτάθηκε και διαμορφώθηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Μάνου Περράκη, δεσπόζει ο Αγιος Γεώργιος, απαθανατισμένος τη στιγμή που καμακώνει έναν αστραφτερό μεταλλικό δράκο. Το Μουσείο διαθέτει ήδη μια μόνιμη συλλογή 45 έργων -δωρεά του Κώστα Τσόκλη στον τόπο που πλέον θεωρεί δεύτερη πατρίδα του- και είναι αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας του δημάρχου Τήνου, Παναγιώτη Κροντηρά, ο οποίος φιλοδοξεί να μετατρέψει όλα τα άδεια σχολεία του νησιού σε χώρους πολιτισμού και δημιουργίας. «Τα σχολεία κλείνουν, και δεν αντέχουμε να τα βλέπουμε κλειστά», υπογραμμίζει.

Στο άμεσο μέλλον αναμένεται να ολοκληρωθούν τα Μουσεία Τηνιακής Φωτογραφίας και Γελοιογραφίας στα σχολεία Αγάπης και Φαλατάδου, τα οποία έρχονται να προστεθούν στο σύνολο 15 περίπου μικρών και μεσαίου μεγέθους Μουσείων του νησιού - ανάμεσά τους, τα Μουσεία Γιαννούλη Χαλεπά, Τηνίων Καλλιτεχνών, Μαρμαροτεχνίας και Αγγειοπλαστικής, καθώς και το Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου.

Κατά μία έννοια, τα ολοένα αυξανόμενα πολιτιστικά ιδρύματα αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής όσων μένουν μόνιμα στο νησί και συμβάλλουν στην πληρέστερη εκπαίδευση των λιγοστών εναπομείναντων μαθητών. Το Μουσείο Τσόκλη, για παράδειγμα, διοργανώνει πλήθος εκπαιδευτικών εργαστηρίων και άλλων παράλληλων δράσεων, ενώ άνοιξε ήδη τις πύλες του σε 60 εκπαιδευτικούς της Τήνου με στόχο να τους μυήσει στα μυστικά της σωστής καλλιτεχνικής διαπαιδαγώγησης. Οταν, όμως, τα παιδιά του νησιού επιστρέψουν ξανά στα θρανία, το ίδρυμα θα ετοιμάζεται να κλείσει και θα παραμείνει κλειστό για ολόκληρη τη σχολική χρονιά.

Η λειτουργία δώδεκα μήνες τον χρόνο δεν είναι βιώσιμη επιλογή για τα περισσότερα δημοτικά ή δημόσια τοπικά μουσεία, δεδομένου ότι απευθύνονται κυρίως στους παραθεριστές και άρα έχουν έσοδα μόνο το καλοκαίρι. Χαρακτηριστικά, οι πόροι για τη συντήρηση του Μουσείου Τσόκλη θα προέρχονται από το ομώνυμο δημοτικό ίδρυμα και από την ίδια την οικογένεια Τσόκλη, η οποία επωμίστηκε και μέρους του κόστους ανέγερσης του κτιρίου. «Το συνολικό κόστος έχει μέχρι στιγμής ξεπεράσει τα 750.000 ευρώ. Από αυτά, τα 350.000 προήλθαν από το πρόγραμμα Θησέας», αναφέρει ο δήμαρχος.

Αν όμως τα τοπικά μουσεία ανοίγουν μόνο τρεις μήνες τον χρόνο, τότε ο πραγματικός λόγος της ύπαρξής τους δεν είναι η παροχή ποιοτικών διεξόδων αναψυχής στους κατοίκους της περιφέρειας, αλλά η προσέλκυση επισκεπτών από το εξωτερικό και τις ελληνικές μεγαλουπόλεις. Μέχρι στιγμής, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα στη χώρα μας, όπου από τη δεκαετία του 1970 παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση στον αριθμό των τοπικών μουσείων.

«Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς, αξίζει να σημειωθεί ότι η εικόνα της προς τις αγορές τουρισμού είναι αποπροσανατολισμένη από το πολιτιστικό της περιεχόμενο και εστιασμένη στο φυσικό της πλούτο, τις παραλίες και τα νησιά της», αναφέρεται στο πόρισμα της έρευνας, που πραγματοποίησε επιστημονική ομάδα από το ΤΕΙ Αθήνας και το Πανεπιστήμιο Αθηνών σε 51 περιφερειακά μουσεία της χώρας το 2006.

«Παρά λοιπόν την αυξητική κίνηση του τουρισμού στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, η κίνηση σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους δεν παρουσιάζει τις ίδιες τάσεις, γεγονός που αποδεικνύεται τόσο από τις εισπράξεις των μουσείων όσο και τον αριθμό επισκεπτών σε αυτά τα τελευταία έτη».

Όλα αυτά βέβαια δεν επηρεάζουν την εμπειρία του επισκέπτη στο Μουσείο Τσόκλη ούτε μειώνουν την αξία των έργων, που φέρουν την υπογραφή ενός από τους σημαντικότερους εν ζωή Ελληνες καλλιτέχνες. Μόνο έπαινοι αρμόζουν σε μια δημοτική αρχή που επιλέγει να μετατρέψει τα άδεια σχολεία σε κέντρα πολιτισμού, και όχι σε τουριστικές μονάδες. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά θα ισοδυναμεί με πνοή φρέσκου αέρα για το νησί θα είναι να ακουστούν ξανά φωνές παιδιών στις έρημες σχολικές αίθουσες.

Κείμενο: Χριστίνα Σανούδου

Saturday 14 May 2011

Βηρυτός: Μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις

Κατακτήθηκε αμέτρητες φορές στο πέρασμα των αιώνων, μεσουράνησε πρόσφατα ως «Παρίσι της Μέσης Ανατολής», χωρίστηκε για χρόνια στα δύο εν μέσω βίαιων συγκρούσεων: Με εμφανή τα σημάδια του ένδοξου και αιματοβαμμένου παρελθόντος της, η σύγχρονη Βηρυτός άλλοτε εκπλήσσει ευχάριστα τον επισκέπτη χάρη στη ζωντάνια και την ικανότητα της να αναγεννάται από τις στάχτες της, και άλλοτε θυμίζει βόμβα που αναμένεται να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή- σίγουρα πάντως, δεν είναι ποτέ βαρετή.

Μια πόλη γεμάτη ένταση και αντιθέσεις, η πρωτεύουσα του Λιβάνου είναι ίσως ένα από τα ελάχιστα μέρη στον κόσμο όπου συνυπάρχουν αρμονικά η ελευθεριότητα με το συντηρητισμό, η Ανατολή με τη Δύση, η φτώχεια με τον πλούτο, το γκλαμουρ με την παρακμή. Στους πολύβουους δρόμους του κέντρου της- γνωστού και ως Downtown- μαντηλοφορεμένες κοπέλες κουβεντιάζουν ανέμελα με συνομήλικες τους σε αέρινα, μίνι φορέματα. Το σούρουπο, οι καμπάνες του καθεδρικού του Αγίου Γεωργίου ηχούν σχεδόν ταυτόχρονα με το κάλεσμα του μουεζινη από το γειτονικό τζαμί Mohammed Al-Amin. Το καλοκαίρι, οι φτωχότεροι κάτοικοι της πόλης μπαίνουν με τα ρούχα στα- μολυσμένα- νερά της θάλασσας, ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα μαυρισμένες γυναίκες με μπικίνι λιάζονται στα πανάκριβα beach club.


Τα εμπορικά κέντρα της περιοχής διαθέτουν Ευρωπαϊκές και Αμερικάνικες μάρκες που δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί στην Ελλάδα, ενώ το πλήρως ανακαινισμένο Saifi Village δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το Κολωνάκι. Το Αμερικάνικο πανεπιστήμιο στη Hamra είναι μια όαση πρασίνου με επιβλητικά κτίρια και θέα θάλασσα. Στα γύρω μπαρ, οι φοιτητές πίνουν μπύρες συζητώντας στα αγγλικά ή φεύγουν οδηγώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα ακριβά αυτοκίνητα τους.

Ωστόσο, τα ερειπωμένα κτίρια, οι τρύπες από σφαίρες στους τοίχους των πολυκατοικιών, και η συνεχής παρουσία στρατιωτών- αλλά και τανκς- στους δρόμους, συνιστά μια διαρκή υπενθύμιση ότι η φαινομενικά ειρηνική συνύπαρξη είναι εντελώς προσωρινή. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και οι ευκατάστατοι οι κάτοικοι της πόλης ζουν σαν να μην υπάρχει αύριο, ξενυχτώντας κάθε βράδυ και αδιαφορώντας για το αν η πόλη τους δεν διαθέτει πεζοδρόμια, μέσα συγκοινωνίας ή ακόμα και παιδικές χαρές.

Κείμενο: Χριστίνα Σανούδου
Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας

Tuesday 3 May 2011

Φαράγγι Σαμαριάς

Το φαράγγι της Σαμαριάς βρίσκεται στο νομό Χανίων στην δυτική Κρήτη. Με μήκος 16 χιλιόμετρα, συμπεριλαμβάνεται στα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Η φυσική ομορφιά αλλά και η φήμη του προσελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες. Στην ευρύτερη περιοχή βρίσκουν καταφύγιο 32 είδη θηλαστικών, 3 είδη αμφιβίων, 11 είδη ερπετών και 200 περίπου είδη ορνιθοπανίδας.

Γνωστότερο είδος είναι ο κρητικός αίγαγρος ο οποίος αριθμεί χιλιάδες άτομα στα Λευκά Όρη με πολλά από αυτά να βρίσκονται μέσα στο φαράγγι. Ζει σε απότομες πλαγιές ενώ συχνά εμφανίζεται στο χωριό Σαμαριά το οποίο βρίσκεται περίπου στη μέση του φαραγγιού. Οι κλίσεις που μπορεί να ανέβει ένας αίγαγρος αλλά και η ταχύτητα κίνησης του στα βράχια εντυπωσιάζει.

Άλλο ένα σπάνιο είδος θηλαστικού είναι ο αγριόγατος. Μέχρι το 1996 θεωρούταν εξαφανισμένο είδος, ωστόσο επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Perugia κατάφεραν να πιάσουν ένα ζωντανό και να το μελετήσουν. Από τα πιο χαρακτηριστικά πτηνά της περιοχής είναι ο γυπαετός. Με άνοιγμα φτερών περίπου 2,80 μ. κάνει αισθητή την παρουσία του στον κρητικό ουρανό. Το συγκεκριμένο πτηνό συναντάτε στα περισσότερα φαράγγια του νησιού. Ο γυπαετός τρέφεται με κόκαλα τα οποία ρίχνει από μεγάλο ύψος ώστε να σπάσουν μέχρι να μπορεί να τα καταπιεί.

Για να δει κανείς από κοντά τα συγκεκριμένα πτηνά πρέπει να διαθέτει κιάλια και να ανέβει αρκετά ψηλά και να έχει και κιάλια. Αυτό βέβαια γίνεται μόνο στην αρχή το φαραγγιού από την πλευρά του οροπεδίου του Ομαλού. Μέσα στο φαράγγι είναι αρκετά δύσκολο να παρατηρηθεί με γυμνό μάτι.

Πλούσια είναι και η χλωρίδα της περιοχής. Στην περιοχή των Λευκών Όρεων υπάρχουν 25 ενδημικά είδη που συναντιούνται μόνο στην συγκεκριμένη περιοχή, καθώς και 97 ενδημικά είδη που συναντιούνται στην Κρήτη. Χαρακτηριστικά είναι και τα κυπαρίσσια που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του δάσους με τα μεγαλύτερα σε μέγεθος να βρίσκονται στην τοποθεσία Άγιος Νικόλαος.

Τα Λευκά Όρη αποτελούνται από ασβεστολιθικά πετρώματα, μάρμαρα και δολομίτες. Για να δημιουργηθούν τα σπήλαια και τα φαράγγια χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια και πολλές γεωλογικές αναταράξεις μέχρι να βγουν στην επιφάνεια της γης τα βράχια που βλέπουμε σήμερα. Ακόμη και σήμερα τα βουνά της Κρήτης συνεχίζουν να ψηλώνουν με αργό ρυθμό.


Περίπου στη μέση της διαδρομής υπάρχει το χωριό Σαμαριά. Σήμερα είναι ερειπωμένο και λειτουργεί ως σταθμός ξεκούρασης ενώ οι τελευταίοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν γύρω στο 1962 όταν ανακηρύχθηκε Εθνικός Δρυμός.

Το χωριό πήρε το όνομα του από την εκκλησία Οσία Μαρία που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του, όπως και το φαράγγι. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με την κτηνοτροφία ενώ υπήρχαν και πολλοί ξυλοκόποι.
Κείμενο, φωτογραφίες:Πάνος Μπαμπαλούκας

Thursday 17 March 2011

ΙΩΑΝΝΙΝΑ

Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας

ΜΙΚΡΗ ΖΗΡΙΑ


Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας