Friday 17 August 2012

Διαδρομές στο Δουβλίνο

Γενέτειρα του Γέιτς, του Οσκαρ Ουάιλντ και του Σάμιουελ Μπέκετ, το Δουβλίνο έχει παραδόξως καθιερωθεί στη συνείδηση του λιγότερο «διαβασμένου» κοινού ως... ο τόπος παραγωγής της μπίρας Γκίνες. Κρίνοντας από τα πλήθη των τουριστών που τα βράδια συρρέουν στις παμπ και στα λιθόστρωτα δρομάκια του Temple Bar, στη νότια όχθη του ποταμού Λίφι, τέτοιου είδους στερεότυπα είναι μάλλον ωφέλιμα για την τοπική αγορά.

Αλλωστε η μπίρα καταναλώνεται σε εξίσου μεγάλες ποσότητες από ντόπιους και τουρίστες, ενώ η ζυθοποιία, όπου πραγματοποιούνται καθημερινές ξεναγήσεις, αποτελεί τον δημοφιλέστερο προορισμό της ιρλανδικής πρωτεύουσας. 

Πάντως, τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης εξακολουθούν να σχετίζονται με τη λογοτεχνική παράδοση και την καλλιτεχνική παραγωγή – ανάμεσά τους, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, τα τρία τμήματα του Εθνικού Μουσείου της Ιρλανδίας και η βιβλιοθήκη του Trinity College, όπου εκτίθεται το διάσημο «Βιβλίο του Κελς», έργο Κελτών μοναχών του 9ου αιώνα. Οι φοιτητές του κολεγίου απολαμβάνουν τις σπάνιες ηλιόλουστες μέρες καθισμένοι στο γρασίδι και στα σκαλιά των κτιρίων του 18ου και 19ου αιώνα.

Άλλα εμβληματικά οικοδομήματα, όπως το νορμανδικό κάστρο, ο Καθεδρικός του Αγίου Πατρίκιου και το κτίριο του κεντρικού ταχυδρομείου, αφηγούνται την ιστορία το Δουβλίνου από την ίδρυση της αποικίας των Βίκινγκ έως τον ιρλανδικό πόλεμο της ανεξαρτησίας. Πλανόδιοι μουσικοί, μίμοι και ποιητές επιδεικνύουν το ταλέντο τους στην O’Connel Street και στην εμπορική Grafton Street, όπου βρίσκεται και το χαρακτηριστικό άγαλμα της νεαρής Molly Malone.

Ιδανικό για «αποδράσεις» από τη βουή της πόλης είναι το απέραντο Phoenix Park, στα δυτικά της πρωτεύουσας, όπου κατοικούν ο πρόεδρος της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και... ένα κοπάδι ελεύθερων ελαφιών.

Κείμενο, φωτογραφία: Χριστίνα Σανούδου 
Copyright:www.kathimerini.gr

Tuesday 7 August 2012

Εκεί που το πιάνο βρήκε τους μάστορές του

Σε μία από τις μεγάλες βιομηχανικές αίθουσες του παλαιού σοβιετικού εργοστασίου, άντρες και γυναίκες με στολές εργασίας και εκφράσεις απόλυτης συγκέντρωσης χτυπούν ένα ένα τα πλήκτρα πιάνων σε διάφορα σχήματα, χρώματα και στάδια κατασκευής. Θα μπορούσε να είναι σκηνή από εικαστική εγκατάσταση ή μία πρωτότυπη παράσταση μεταμοντέρνου θεάτρου. Και όμως, είναι μια εικόνα καθημερινότητας για τους 136 εργαζόμενους της Beltman pianos, στην πόλη Gabala του βόρειου Αζερμπαϊτζάν.

Ο Hans Leferink, ιδιοκτήτης της ολλανδικής εταιρείας Beltman και δισέγγονος του ιδρυτή της, Johan Beltman, δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή όταν, το 2008, η αζερική κυβέρνηση του πρότεινε να ιδρύσει ένα εργοστάσιο πιάνων στους πρόποδες του Καυκάσου. Είχε, άλλωστε, κληθεί ακριβώς για τον ίδιο σκοπό στην Κίνα λίγα χρόνια νωρίτερα.

Κάτι παραπάνω από διευθυντής της μικρής βιομηχανίας –η οποία πλέον ανήκει στο κράτος του Αζερμπαϊτζάν–, o Hans Leferink είναι ο ιθύνων νους ενός μεγαλόπνοου σχεδίου: τη μετατροπή της επαρχιακής πόλης σε πόλο έλξης μουσικών και μουσικόφιλων από όλο τον κόσμο.

Σε στάδιο υλοποίησης βρίσκονται τόσο η σχολή κατασκευής πιάνων όσο και η συναυλιακή αίθουσα, χωρητικότητας 330 θεατών, την οποία θα εγκαινιάσει η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η εταιρεία συνδιοργανώνει το δημοφιλές φεστιβάλ κλασικής μουσικής της Gabala.

Η υψηλή κατανάλωση ενέργειας για την κατασκευή των μεταλλικών σκελετών είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν ιδανική την εγκατάσταση του εργοστασίου σε μία ταχύτατα αναπτυσσόμενη χώρα με πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Η λέξη «εργοστάσιο» είναι μάλλον παραπλανητική, αφού τα πιάνα της Beltman είναι χειροποίητα και ο χώρος θυμίζει περισσότερο εργαστήριο. Για τη στελέχωσή του, αντί να προσκαλέσει πτυχιούχους «ειδικούς» από την Ευρώπη, ο κ. Leferink αναζήτησε τους υπαλλήλους του στους δρόμους της Gabala και ανέλαβε να τους εκπαιδεύσει ο ίδιος.

«Αν η ακοή σου είναι καλή, μπορείς να μάθεις να χορδίζεις», υποστηρίζει. «Αν έχεις ταλέντο, μετά από ένα χρόνο εκπαίδευσης είσαι έτοιμος». Σήμερα, οι πρώην εργάτες και αγρότες εκπλήσσουν με την επιδεξιότητά τους, καθώς ανοίγουν τρύπες, συγκολλούν κομμάτια από ξύλο και μέταλλο, τραβούν τις λεπτές ατσάλινες χορδές και δοκιμάζουν το αποτέλεσμα, σαν να το έκαναν σε όλη τους τη ζωή.

Πεπεισμένος ότι «δεν μπορείς να φτιάξεις ένα τέλειο πιάνο αν δεν αισθάνεσαι καλά», ο διευθυντής του εργοστασίου φροντίζει για την υγεία του προσωπικού, έχοντας εισαγάγει μία σειρά καινοτομιών που ίσως αποτελούν συνηθισμένη πρακτική στις χώρες της Δ. Ευρώπης, είναι όμως ανήκουστες στο Αζερμπαϊτζάν: Ειδικός φωτισμός για ξεκούραστη εργασία, δωρεάν φαγητό, την προτροπή να παίρνουν άδεια όταν δεν έχουν διάθεση για δουλειά, ακόμα και τζαμί – αν και μόνο 12 από τους υπαλλήλους προσεύχονται συστηματικά.

Για τους ίδιους λόγους, τα πιάνα της εταιρείας δεν κατασκευάζονται από συνθετικά υλικά, η επεξεργασία των οποίων είναι καταστροφική για τους πνεύμονες. Ευτυχώς, τα αιωνόβια δέντρα, από τα οποία αποτελούνται τα ξύλινα μέρη, δεν προέρχονται από τις γειτονικές πλαγιές, που έχουν ήδη υποστεί πλήγμα από τη διάνοιξη δρόμων και την οικοδόμηση υπερπολυτελών θερέτρων στην περιοχή.

«Το ξύλο είναι ερυθρελάτη ηλικίας 150 ετών. Ερχεται από την Τουρκία, αλλά μη με ρωτήσετε ακριβώς από πού», σπεύδει να προσθέσει ο κ. Leferink, που ωστόσο επιλέγει ο ίδιος ένα ένα τα κομμάτια ξύλου προς αξιοποίηση.

Απόδειξη της ποιότητας των πιάνων Beltman είναι το γεγονός ότι η εταιρεία δέχεται παραγγελίες από όλον τον κόσμο, ενώ διαθέτει μόνιμες εκθέσεις στη Γερμανία και τη Ρωσία. 2.000 κομμάτια ήταν το σύνολο της περυσινής παραγωγής, που φέτος θα αυξηθεί στις 3.000. Στην εντέλεια φαίνονται να λειτουργούν και τα μηχανήματα, που κατασκευάστηκαν επί τόπου από «ανειδίκευτους» εργάτες, καθώς ήταν αδύνατη η μεταφορά τους από το εξωτερικό.

Κείμενο: Χριστίνα Σανούδου
Copyright:  http://www.kathimerini.gr

Tuesday 17 July 2012

Το αρχαίο λυχνάρι έγινε LED

Aπό τα αρχαία λυχνάρια ώς τις σύγχρονες λάμπες εξοικονόμησης ενέργειας και από την ανακάλυψη της φωτιάς ώς τη λατρεία του θεού Ηλιου, το φως πάντοτε διαδραμάτιζε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο τόσο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων ανά την υφήλιο όσο και στην τέχνη, τη φιλοσοφία και τη θρησκεία. Ενα μικρό, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα στην ιστορία του φωτισμού με τίτλο «Μια ιστορία από φως, στο φως», που ολοκληρώθηκε πρόσφατα στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης στη Θεσσαλονίκη, φιλοξενεί ώς τον Σεπτέμβριο η «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων.

Στο ίδιο διάστημα, το Μουσείο της Ακρόπολης αναδεικνύει με ειδική σήμανση εκθέματα από τη μόνιμη συλλογή του, που αφηγούνται μικρές «ιστορίες για το φως» – όπως τα άρματα του Ηλίου και της Σελήνης στη σκηνή της γέννησης της Αθηνάς, που κοσμεί το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα ή ο περίτεχνος χάλκινος λύχνος από το Ερέχθειο, σε σχήμα πολεμικού πλοίου και με τη φράση «ιερόν της Αθηνάς» χαραγμένη στη δεξιά πλευρά του.

Η μεταφορά της έκθεσης στο παλαιό εργοστάσιο φωταερίου έγινε με πρωτοβουλία της διοίκησης της «Τεχνόπολις» και αποτελεί προάγγελο του Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου, που αναμένεται να είναι έτοιμο στο τέλος του χρόνου. Ο συσχετισμός είναι προφανής, καθώς η πρωταρχική χρήση του φωταερίου στην Αθήνα ήταν ο φωτισμός, «γεγονός που άλλαξε ριζικά τη ζωή της πόλης», εξηγεί η Μαρία Φλώρου, αρχαιολόγος, μουσειολόγος και υπεύθυνη του τομέα του υπό διαμόρφωση μουσείου. Πλέον, οι δημόσιοι δρόμοι φωτίζονταν το βράδυ, διευκολύνοντας την κυκλοφορία, και οι βιομηχανίες είχαν τη δυνατότητα να λειτουργούν με διπλές βάρδιες, αυξάνοντας την παραγωγή.

Πέρα από τις αναφορές στην «επανάσταση» που έφερε ο ηλεκτροφωτισμός και η αξιοποίηση των ορυκτών καυσίμων κατά τον 19ο αιώνα, μεγάλο μέρος των εκθεμάτων προέρχεται από τη βυζαντινή περίοδο, ενώ τα κενά στην αφήγηση αναπληρώνονται με ενημερωτικά κείμενα, φωτογραφίες και ένα βίντεο για τις μεθόδους αφής και διατήρησης της φωτιάς. Η εστίαση στο Βυζάντιο σχετίζεται αφενός με τον ρόλο του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού ως συνδιοργανωτή της έκθεσης και αφετέρου με το γεγονός ότι τα ευρήματα αυτής της εποχής σώζονται σε μεγαλύτερη αφθονία και καλύτερη κατάσταση από τα προγενέστερα.

Εξάλλου, οι τεχνολογίες τεχνητού φωτισμού δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά με το πέρασμα από τους αρχαίους στους βυζαντινούς χρόνους: η χρήση των λυχναριών παρέμεινε ιδιαίτερα διαδεδομένη, ενώ η σημαντικότερη καινοτομία της εποχής ήταν «οι γυάλινες καντήλες, η κατασκευή των οποίων κατέστη δυνατή με την τοποθέτηση του φιτιλιού στο κέντρο του σκεύους», υπογραμμίζει η Ελένη Μπίντση, που υπογράφει τη μουσειολογική μελέτη της έκθεσης στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο μαζί με τον Ιωάννη Μότσιανο και τον Ζήση Σκαμπάλη. Διαδεδομένη ήταν πλέον και η χρήση του κεριού, το οποίο είχε αναγνωριστεί ως καύσιμη ύλη ήδη από τη μινωική περίοδο, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε ευρέως πριν από την ύστερη αρχαιότητα.

Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλοι λόγοι που καθιστούν το Βυζάντιο σημείο-σταθμό για όσους ασχολούνται σε βάθος με την ιστορία του φωτισμού, υποστηρίζει ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Ιάκωβος Ποταμιάνος. Μολονότι «λάτρευαν το φως», οι καλλιτέχνες και οι αρχιτέκτονες στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων γνώριζαν ότι το «σκληρό» μεσογειακό φως «κατέστρεφε τις μορφές των κτιρίων κάνοντάς τις να φαίνονται επίπεδες». Ετσι, «ανακάλυψαν τρόπους να φέρνουν το φως στη σκιά» – χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ραβδώσεις στους δωρικούς κίονες.

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η ενασχόληση με το φως πέρασε σε άλλο επίπεδο εξέλιξης, καθώς ο «ενθουσιασμός με τη μορφή» έδωσε σταδιακά τη θέση του «στον ενθουσιασμό για τον χώρο ως κάτι εφάμιλλο με την έννοια του Θείου». Σε αντίθεση με τους αρχαίους ναούς, οι βυζαντινές εκκλησίες δίνουν έμφαση στην άυλη διάσταση του χώρου και του φωτός.

Με πλήθος επιστημονικών δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων σχετικά με το φως και τις χρήσεις του στο βιογραφικό του, ο κ. Ποταμιάνος σήμερα είναι διευθυντής ενός νέου μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών για τον φωτισμό στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Εχοντας ενδιαφερθεί για το φως και τις χρήσεις του από τα φοιτητικά του χρόνια στις ΗΠΑ, άρχισε να μελετά κείμενα αρχαίων συγγραφέων, όπως του μεγάλου Αλεξανδρινού μηχανικού Ηρωνα και του νεοπλατωνιστή φιλόσοφου Πλωτίνου, όπου υπάρχουν αναφορές τόσο για την κατασκευή συστημάτων φωτισμού -συχνά εξαιρετικά προηγμένων, με τη χρήση κατόπτρων- όσο και για τη συμβολική αξία του φωτός στη φιλοσοφία.

Μεταξύ άλλων, διδάσκει φωτισμό ιστορικών κτιρίων στο ΑΠΘ, όπου κατέχει τον τίτλο του αναπληρωτή καθηγητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής και της Ψυχολογίας της Αντίληψης, ενώ το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει ένα βιβλίο για το φως στη βυζαντινή εκκλησία. Πεπεισμένος ότι, ακόμα και στις μέρες μας, η αρχιτεκτονική δεν έχει φτάσει στο επίπεδο των βυζαντινών μαστόρων, διερευνά πώς οι τεχνικές για τη δημιουργία της κατανυκτικής ατμόσφαιρας στους βυζαντινούς ναούς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε σύγχρονα κτίρια.

«Με ένα πνευματικό άλμα, ο άνθρωπος συλλαμβάνει κάτι το ασύλληπτο, την άυλη διάσταση του χώρου. Αυτό για μένα είναι μια εξαιρετική κατάσταση του ανθρώπινου νου», υπογραμμίζει. Αργότερα, καθώς η δύναμη του Βυζαντίου εξασθενεί, η αισθητική αλλάζει και οι υποφωτισμένες μεσοβυζαντινές εκκλησίες δεν διαφέρουν πολύ από τις σύγχρονες. Πλέον, «το φως σταλάζει, δεν πλημμυρίζει τον ναό», καταλήγει.

Η έκθεση «Μια ιστορία από το φως στο φως», που διοργανώθηκε σε συνεργασία με μουσεία, εφορείες αρχαιοτήτων, ερευνητικά κέντρα και ιδιώτες από όλη την Ελλάδα, περιλαμβάνει μία ενότητα αφιερωμένη στις διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις της Θεσσαλονίκης -το Ισλάμ, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό-, αναδεικνύοντας τόσο τη συμβολική διάσταση του φωτός στις τρεις θρησκείες, όσο και τα χαρακτηριστικά φωτιστικά σκεύη των τόπων λατρείας.

Η επόμενη ενότητα εστιάζει στην «επανάσταση» που έφερε η χρήση των ορυκτών καυσίμων στον φωτισμό, με αναφορές στον δημόσιο φωτισμό της Αθήνας, με την ίδρυση του εργοστασίου φωταερίου το 1857, καθώς και την επινόηση του ηλεκτρικού λαμπτήρα στα τέλη του 19ου αιώνα.

Τέλος, η εξέλιξη της τεχνολογίας του φωτισμού στον 21ο αιώνα μετουσιώνεται σε μία πρωτότυπη διαδραστική εγκατάσταση με την υπογραφή της εικαστικής ομάδας φωτισμού «BEFORELIGHT», που ενθαρρύνει τους επισκέπτες να πειραματιστούν με τις δυνατότητες του φωτός, δημιουργώντας τη δική τους φωτιστική σύνθεση.  

ΚΕΙΜΕΝΟ: Χριστίνα Σανούδου
Copyright: http://www.kathimerini.gr

Friday 27 April 2012

Σαμοθράκη, το νησί του Φεγγαριού

Προσεγγίζοντας το λιμάνι της Σαμοθράκης, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, οι ταβέρνες και τα καταστήματα τουριστικών ειδών μοιάζουν με παιδικά παιχνίδια μπροστά στον ορεινό όγκο του Φεγγαριού -ή Σάος, όπως είναι η επίσημη ονομασία του βουνού-, που δεσπόζει στο βάθος. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το νησί είναι σαν ένα βουνό μισοβυθισμένο στη θάλασσα, ενώ ακόμα και σήμερα οι ανθρώπινες παρεμβάσεις περιορίζονται στα παράλια και σε κάποια επίπεδα υψώματα.

Στην συχνά κρυμμένη πίσω από μαύρα σύννεφα κορυφή του Φεγγαριού, το τοπίο είναι όντως σεληνιακό. Οι πλαγιές του, όμως, κρύβουν καταπράσινα φαράγγια, υπεραιωνόβια δάση πλατάνου και βελανιδιάς, καταρράκτες με κρυστάλλινα νερά και μια άγρια ομορφιά εντελώς διαφορετική από τη γραφικότητα των αιγαιοπελαγίτικων νησιών.

Τους θερινούς μήνες, ένα δημοτικό λεωφορείο μεταφέρει όσους επιβάτες δεν διαθέτουν μεταφορικό μέσο από το λιμάνι -το μόνο σημείο του νησιού που θυμίζει τουριστικό προορισμό- στα δύο πολυσύχναστα δημοτικά κάμπινγκ και το μικρό, κατάφυτο χωριό των Θέρμων, με μία στάση στην Παλαιόπολη, όπου βρίσκεται το Ιερό των Μεγάλων Θεών.

Περιπλανηθήκαμε στα ερείπια της αρχαίας πόλης ένα μεσημέρι του Ιουλίου, με τα πλατάνια να μας προστατεύουν από τον ανελέητο ήλιο του καλοκαιριού.

Εκεί που κάποτε πλήθη πιστών συνέρρεαν για να λάβουν μέρος στα περίφημα Καβείρια Μυστήρια, σήμερα βασιλεύει η σιωπή, που διακόπτεται μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν στον αρχαιολογικό χώρο ξεναγούνται ομάδες τουριστών. Ωστόσο, το σκηνικό εγκατάλειψης που συνθέτουν τα διάσπαρτα χορταριασμένα μάρμαρα, οι πεσμένοι κίονες και η ανύπαρκτη ανθρώπινη παρουσία, δεν προκαλεί θλίψη, αλλά αντίθετα γαληνεύει.

Λίγα χιλιόμετρα πιο ανατολικά ρέει ο καταρράκτης του Φονιά - ο μεγαλύτερος του νησιού με ύψος 83 μ. Το ομώνυμο ρέμα είναι ίσως ο πιο δημοφιλής προορισμός της Σαμοθράκης, χάρη στις «βάθρες», όπως ονομάζουν οι ντόπιοι τις λιμνούλες που σχηματίζονται κατά μήκος των πολυάριθμων ρεμάτων.

Εξάλλου το νησί δεν φημίζεται για τις παραλίες του, αλλά για τα δροσερά νερά των ποταμών του και φυσικά για τα αμέτρητα αγριοκάτσικα, που σκαρφαλώνουν ακόμα και σε αυτοκίνητα για να γευτούν φρέσκα πλατανόφυλλα.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, τα κατσίκια ήταν κάποτε περισσότερα από τους ανθρώπους του νησιού, όμως ο πληθυσμός τους έχει πια μειωθεί δραματικά, καθώς τυχαίνει να αποτελούν βασικό συστατικό μιας από τις ντόπιες σπεσιαλιτέ.

Ξεχασμένος παράδεισος
Για να αποφύγουμε τον συνωστισμό στις πρώτες βάθρες του Φονιά, περπατήσαμε αρκετή ώρα στο βραχώδες, γλιστερό μονοπάτι, προσπερνώντας τη φωτογραφία του νεαρού, που πλήρωσε μια στιγμή απροσεξίας με τη ζωή του. Η ανάβαση, πάντως, δεν θεωρείται επικίνδυνη μέχρις ενός σημείου.


Τις υπόλοιπες μέρες βρίσκαμε καταφύγιο στην πιο ερημική και εύκολα προσεγγίσιμη «Γριά Βάθρα» κοντά στα Θέρμα. Στο χωριό συμβιώνουν αρμονικά οι ηλικιωμένοι κάτοικοι με την «εναλλακτική» νεολαία, η οποία εξακολουθεί να συρρέει παρότι τα κάποτε θρυλικά μουσικά φεστιβάλ έχουν πια χάσει την αίγλη τους.

Εντελώς διαφορετική είναι η ατμόσφαιρα στη Χώρα. Χτισμένος αμφιθεατρικά σε μεγάλο υψόμετρο, ο παραδοσιακός οικισμός πρόσφερε ιδανικό καταφύγιο στους κατοίκους στην περίπτωση εχθρικής εισβολής, ενώ η πανοραμική θέα από το- μισογκρεμισμένο, πλέον- μεσαιωνικό κάστρο εξασφάλιζε ότι κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Ενας μικρός, μισοξεχασμένος παράδεισος, η Σαμοθράκη είναι ένας πραγματικά μοναδικός τόπος. Δεν έχει όμως παραμείνει αλώβητη, όπως μαρτυρούν η απουσία υδρόβιας ζωής στα ρέματα και οι παράνομα κομμένοι κορμοί στα αιωνόβια δάση.

Kείμενο:Χριστίνα Σανούδου
Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας
ΠΗΓΗ: http://news.kathimerini.gr/

Tuesday 3 April 2012

Ανοιξιάτικες αποχρώσεις στο φαράγγι του Βίκου

Kατηφορίζοντας το λιθόστρωτο μονοπάτι από την είσοδο του χωριού Βίκος, ανυπομονούσα να προσεγγίσω τις όχθες του ποταμού, που διακρινόταν ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση και, όπως πίστευα, διέτρεχε ολόκληρο το φαράγγι.

Το θέαμα που αντίκρισα φτάνοντας στο εσωτερικό της χαράδρας, ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό: στα δεξιά μας, ούτε ίχνος νερού δεν έρρεε ανάμεσα στις λείες κατάλευκες πέτρες, όμως στα αριστερά η στεγνή κοίτη έδινε τη θέση της σε έναν ορμητικό χείμαρρο, ο οποίος έμοιαζε να αναβλύζει από τη γη.

Αργότερα, έμαθα πως πρόκειται για δύο ποτάμια, το ένα εκ των οποίων σχηματίζεται από χιόνι, που λιώνει στα γύρω βουνά - αν και, σύμφωνα με ένα ζευγάρι πεζοπόρων, που συναντήσαμε στη διαδρομή, η πλήρης απουσία νερού μέσα στην άνοιξη δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε κάποιου είδους ανθρώπινη παρέμβαση. Ακριβώς κάτω από το χωριό Βίκος, το ρέμα συναντά τις κύριες πηγές του ποταμού Βοϊδομάτη με τα κρυστάλλινα νερά, η θερμοκρασία των οποίων δεν ξεπερνά τους εννέα βαθμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Το φαράγγι φημίζεται για τις αποχρώσεις που παίρνουν οι φυλλωσιές των δέντρων το φθινόπωρο. Την άνοιξη όμως η εικόνα της Φύσης, που αναγενάται, είναι εξίσου καθηλωτική: η βλάστηση οργιάζει, αποκαλύπτοντας όλες τις πιθανές διαβαθμίσεις του πράσινου, τα νεαρά φύλλα των δέντρων γυαλίζουν στο φως του ήλιου και τα ανθισμένα αγριολούλουδα προσελκύουν σμήνη πολύχρωμων εντόμων.

Περπατήσαμε για περίπου τρεις ώρες ακολουθώντας το καλά σηματοδοτημένο μονοπάτι στα δεξιά της ξερής κοίτης, διασχίζοντας καταπράσινα δάση και ηλιόλουστα ξέφωτα, παρατηρώντας τις απόκρημνες πλαγιές και τους παράξενους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς -ηλικίας δεκάδων εκατομμυρίων χρόνων- και τρομοκρατώντας σαύρες, βατράχια, πουλιά και άλλα είδη της τοπικής πανίδας.

Κάθε τόσο διασταυρωνόμασταν με άλλους περιπατητές, που συνομιλούσαν μεταξύ τους σε διάφορες γλώσσες. Το φαράγγι, όπως και οι γύρω βουνοκορφές, αποτελούν ιδιαίτερα δημοφιλείς προορισμούς για φυσιολάτρες από όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο. Αντίθετα, οι περισσότεροι Ελληνες επισκέπτες που συναντήσαμε στην περιοχή αρκούνταν στο να θαυμάζουν τη θέα από ψηλά πριν κατευθυνθούν προς τις τοπικές ταβέρνες.

Μετά από περίπου δέκα χιλιόμετρα, το φαράγγι χωρίζεται στα δύο. Το δεξί τμήμα του ονομάζεται Βικάκι και εκτείνεται μέχρι το χωριό Μονοδέντρι, ενώ το αριστερό οδηγεί στις πλαγιές της Τύμφης, στις οποίες είχαμε περιπλανηθεί την προηγούμενη μέρα. Λίγο πριν από την ψηλότερη κορυφή του βουνού, την Γκαμήλα, και σε 2.000 υψόμετρο βρίσκεται η περίφημη Δρακόλιμνη - η πιο γνωστή από τις αλπικές λίμνες της Τύμφης και καταφύγιο του σπάνιου, μικροσκοπικού αλπικού τρίτωνα.

Στα τέλη Απριλίου, ο πάγος είχε αρχίσει να λιώνει, όμως τόσο η λίμνη όσο και οι επιβλητικές κορυφές που την περιβάλλουν, ήταν ακόμα ντυμένες στα λευκά. Στην απέναντι πλαγιά, είχαμε την τύχη να διακρίνουμε τις πατημασιές μιας από τις λιγοστές αρκούδες, που εξακολουθούν να βρίσκουν καταφύγιο στην οροσειρά της Πίνδου, αψηφώντας τις απειλές της λαθροθηρίας, της Εγνατίας Οδού και των ολοένα αυξανόμενων ορεινών δρόμων.

Καθώς είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο στην αρχή της διαδρομής, πήραμε απρόθυμα τον δρόμο του γυρισμού αντί να διασχίσουμε ολόκληρο το φαράγγι ώς το Μονοδέντρι. Στις πηγές του Βοϊδομάτη, σταματήσαμε ξανά για να επιχειρήσουμε μία -ολιγόλεπτη, εξαιτίας του ψύχους- βουτιά στα πεντακάθαρα νερά του ποταμού και τελικά επιστρέψαμε στο χωριό με μία αθέλητη παράκαμψη, που μας οδήγησε στο μικρό εκκλησάκι της Παναγίας του Βίκου.

Ηταν ανήμερα το Μεγάλο Σάββατο, και η Ανάσταση με βρήκε κάπου στην Εθνική Οδό, εξαντλημένη όχι όμως και ενοχλημένη επειδή δεν έφτασα έγκαιρα στην Αθήνα - είχα πειστεί ότι η πραγματική «γιορτή» δεν συνέβαινε στους δρόμους της πόλης, αλλά στο μαγικό τοπίο που είχα αφήσει πίσω μου.  

Kείμενο: Χριστίνα Σανούδου 
Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας 
ΠΗΓΗ: http://news.kathimerini.gr/

Saturday 21 January 2012

Οι αρχαιολόγοι στην υπηρεσία...του περιβάλλοντος

Περιοχή υψηλής περιβαλλοντικής και ιστορικής σημασίας, ιδανική τοποθεσία για τουριστική αξιοποίηση ή πολύτιμη θέση για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου μιας χώρας σε οικονομική ύφεση;

Εδώ και αρκετά χρόνια, η ευρύτερη περιοχή της Ιτέας, και ιδιαίτερα η έκταση μεταξύ των κόλπων «Καμιώτισσα» και «Λαρνάκι», δυτικά της πόλης, έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης με αφορμή τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας και φόρτωσης βωξίτη που λειτουργούν -νόμιμα ή παράνομα, αναλόγως με την οπτική γωνία- από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Τον περασμένο μήνα, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έλαβε για πρώτη φορά θέση επί του ζητήματος, γνωμοδοτώντας κατά της έγκρισης της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, που είχε υποβάλει η εταιρεία S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε., έτσι ώστε να εξασφαλίσει την παράταση της άδειας εκμετάλλευσης του χώρου για άλλη μία δεκαετία.

Ηταν μία μικρή «νίκη» για τους τοπικούς εξωραϊστικούς συλλόγους και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, που θεωρούν ότι η διαδικασία επεξεργασίας βωξίτη μολύνει το υπέδαφος και τη θάλασσα, απειλεί την υγεία των κατοίκων της περιοχής και αποτελεί εμπόδιο στην τουριστική αξιοποίηση της Ιτέας. Ωστόσο, το ζήτημα κατά πάσα πιθανότητα θα επανέλθει στο Συμβούλιο, αφού η απόφαση λήφθηκε με οριακή πλειοψηφία.

Η έγκριση του υπουργείου Πολιτισμού είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι το σημείο βρίσκεται εντός του προστατευόμενου Δελφικού Τοπίου - για την ακρίβεια, απέχει περίπου 14 χλμ. από τους Δελφούς. Στο μεταξύ, εκκρεμεί η απόφαση του υπουργείου Περιβάλλοντος, καθώς η περιοχή βρίσκεται και εντός του δικτύου Natura 2000.

«Το τοπίο έχει υποστεί μη αναστρέψιμη βλάβη» υπογράμμισαν τα μέλη του ΚΑΣ, που συμμετείχαν στην επιτροπή αυτοψίας. Ανέφεραν, μάλιστα, ότι ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η αυτοψία, «κάποιοι φύτευαν πικροδάφνες» περιμετρικά των εγκαταστάσεων, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν κάπως την εικόνα του τοπίου. Αντικείμενο εκτενούς συζήτησης αποτέλεσε το κατά πόσο μπορεί να εξασφαλιστεί η τήρηση περιοριστικών όρων από πλευράς της εταιρείας, πρόταση που υποστήριξε η μειοψηφούσα μερίδα του Συμβουλίου.

Σύμφωνα όμως με εκπροσώπους τοπικών συλλόγων, οι εγκαταστάσεις όχι μόνο δεν πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για ασφαλή λειτουργία, αλλά δεν είναι καν νόμιμες: «Η απόφαση για την επιχωμάτωση του κόλπου Λαρνάκι λήφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, επί δικτατορίας, όμως επίσημα η άδεια δεν δόθηκε ποτέ», αναφέρει ο Δημήτρης Κουτρολίκος, πρόεδρος του Πολιτιστικού και Περιβαλλοντικού Συλλόγου Ιτέας «Καρτερία». Προσθέτει ότι η παραχώρηση των θέσεων προς εκμετάλλευση γίνεται από το Λιμενικό Ταμείο, το οποίο όμως περιγράφει το Λαρνάκι ως «ζώνη λιμένα», αποφεύγοντας έτσι να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για «μπαζωμένο κόλπο».

Επιπλέον, στην περιοχή υπάρχουν «αυθαίρετες κατασκευές», αφού η δόμηση εντός του Δελφικού Τοπίου δεν επιτρέπεται χωρίς αδειοδότηση από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Για απουσία αδειών κάνει λόγο και η καταγγελία που κατέθεσαν στον εισαγγελέα η Κίνηση για τη Σωτηρία της Γκιώνας και το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων τον Νοέμβριο του 2010.

Eπίσημη θέση της εταιρείας S&B είναι ότι διαθέτει όλες τις άδειες που απαιτούνται για τη λειτουργία των εγκαταστάσεών της στην Ιτέα, και ότι λαμβάνει μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, έχοντας ήδη πραγματοποιήσει εκτεταμένα έργα αποκατάστασης σε ανενεργά μεταλλεία. Υποστηρίζει δε, ότι η πλειοψηφία της τοπικής κοινωνίας της Ιτέας τάσσεται υπέρ της λειτουργίας της, «όπως τεκμηριώνεται από τις θετικές αποφάσεις θεσμοθετημένων φορέων εκπροσώπησής της: του Τοπικού Συμβουλίου Ιτέας, της Περιβαλλοντικής Επιτροπής της Περιφέρειας και του Δ.Σ. του Λιμενικού Ταμείου».

Την άποψη διαψεύδουν άλλοι τοπικοί φορείς, όπως ο Σύλλογος «Καρτερία», καταγγέλλοντας ότι μέλη του δημοτικού συμβουλίου αλλά και της περιβαλλοντικής επιτροπής «έχουν άμεσο ή έμμεσο συμφέρον από τη συνέχιση της δραστηριότητας της S&B». Σύμφωνα με τον Δημήτρη Κουτρολίκο, η προσπάθεια της εταιρείας να αναβαθμίσει -ή να νομιμοποιήσει- τις εγκαταστάσεις τις στην Ιτέα σχετίζεται με την πρόσφατη συμφωνία για τη σταδιακή απόκτηση της δραστηριότητας βωξίτη της εταιρείας από την Αλουμίνιον Α.Ε. του ομίλου Μυτιληναίος.

«Ως έξυπνος επιχειρηματίας, ο Μυτιληναίος δεν θα επιδιώξει να αποκτήσει δικαίωμα εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων, αν το καθεστώς λειτουργίας τους δεν είναι ξεκάθαρο» τονίζει, υπογραμμίζοντας ότι, μολονότι η σύμβαση παραχώρησης έληξε στις 31 Δεκεμβρίου, «οι εγκαταστάσεις εξακολουθούν να λειτουργούν κανονικά».

Κείμενο: Χριστίνα Σανούδου
Φωτογραφίες: http://karteria1.blogspot.com
ΠΗΓΗ: http://news.kathimerini.gr
/