Friday 27 April 2012

Σαμοθράκη, το νησί του Φεγγαριού

Προσεγγίζοντας το λιμάνι της Σαμοθράκης, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, οι ταβέρνες και τα καταστήματα τουριστικών ειδών μοιάζουν με παιδικά παιχνίδια μπροστά στον ορεινό όγκο του Φεγγαριού -ή Σάος, όπως είναι η επίσημη ονομασία του βουνού-, που δεσπόζει στο βάθος. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το νησί είναι σαν ένα βουνό μισοβυθισμένο στη θάλασσα, ενώ ακόμα και σήμερα οι ανθρώπινες παρεμβάσεις περιορίζονται στα παράλια και σε κάποια επίπεδα υψώματα.

Στην συχνά κρυμμένη πίσω από μαύρα σύννεφα κορυφή του Φεγγαριού, το τοπίο είναι όντως σεληνιακό. Οι πλαγιές του, όμως, κρύβουν καταπράσινα φαράγγια, υπεραιωνόβια δάση πλατάνου και βελανιδιάς, καταρράκτες με κρυστάλλινα νερά και μια άγρια ομορφιά εντελώς διαφορετική από τη γραφικότητα των αιγαιοπελαγίτικων νησιών.

Τους θερινούς μήνες, ένα δημοτικό λεωφορείο μεταφέρει όσους επιβάτες δεν διαθέτουν μεταφορικό μέσο από το λιμάνι -το μόνο σημείο του νησιού που θυμίζει τουριστικό προορισμό- στα δύο πολυσύχναστα δημοτικά κάμπινγκ και το μικρό, κατάφυτο χωριό των Θέρμων, με μία στάση στην Παλαιόπολη, όπου βρίσκεται το Ιερό των Μεγάλων Θεών.

Περιπλανηθήκαμε στα ερείπια της αρχαίας πόλης ένα μεσημέρι του Ιουλίου, με τα πλατάνια να μας προστατεύουν από τον ανελέητο ήλιο του καλοκαιριού.

Εκεί που κάποτε πλήθη πιστών συνέρρεαν για να λάβουν μέρος στα περίφημα Καβείρια Μυστήρια, σήμερα βασιλεύει η σιωπή, που διακόπτεται μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν στον αρχαιολογικό χώρο ξεναγούνται ομάδες τουριστών. Ωστόσο, το σκηνικό εγκατάλειψης που συνθέτουν τα διάσπαρτα χορταριασμένα μάρμαρα, οι πεσμένοι κίονες και η ανύπαρκτη ανθρώπινη παρουσία, δεν προκαλεί θλίψη, αλλά αντίθετα γαληνεύει.

Λίγα χιλιόμετρα πιο ανατολικά ρέει ο καταρράκτης του Φονιά - ο μεγαλύτερος του νησιού με ύψος 83 μ. Το ομώνυμο ρέμα είναι ίσως ο πιο δημοφιλής προορισμός της Σαμοθράκης, χάρη στις «βάθρες», όπως ονομάζουν οι ντόπιοι τις λιμνούλες που σχηματίζονται κατά μήκος των πολυάριθμων ρεμάτων.

Εξάλλου το νησί δεν φημίζεται για τις παραλίες του, αλλά για τα δροσερά νερά των ποταμών του και φυσικά για τα αμέτρητα αγριοκάτσικα, που σκαρφαλώνουν ακόμα και σε αυτοκίνητα για να γευτούν φρέσκα πλατανόφυλλα.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, τα κατσίκια ήταν κάποτε περισσότερα από τους ανθρώπους του νησιού, όμως ο πληθυσμός τους έχει πια μειωθεί δραματικά, καθώς τυχαίνει να αποτελούν βασικό συστατικό μιας από τις ντόπιες σπεσιαλιτέ.

Ξεχασμένος παράδεισος
Για να αποφύγουμε τον συνωστισμό στις πρώτες βάθρες του Φονιά, περπατήσαμε αρκετή ώρα στο βραχώδες, γλιστερό μονοπάτι, προσπερνώντας τη φωτογραφία του νεαρού, που πλήρωσε μια στιγμή απροσεξίας με τη ζωή του. Η ανάβαση, πάντως, δεν θεωρείται επικίνδυνη μέχρις ενός σημείου.


Τις υπόλοιπες μέρες βρίσκαμε καταφύγιο στην πιο ερημική και εύκολα προσεγγίσιμη «Γριά Βάθρα» κοντά στα Θέρμα. Στο χωριό συμβιώνουν αρμονικά οι ηλικιωμένοι κάτοικοι με την «εναλλακτική» νεολαία, η οποία εξακολουθεί να συρρέει παρότι τα κάποτε θρυλικά μουσικά φεστιβάλ έχουν πια χάσει την αίγλη τους.

Εντελώς διαφορετική είναι η ατμόσφαιρα στη Χώρα. Χτισμένος αμφιθεατρικά σε μεγάλο υψόμετρο, ο παραδοσιακός οικισμός πρόσφερε ιδανικό καταφύγιο στους κατοίκους στην περίπτωση εχθρικής εισβολής, ενώ η πανοραμική θέα από το- μισογκρεμισμένο, πλέον- μεσαιωνικό κάστρο εξασφάλιζε ότι κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Ενας μικρός, μισοξεχασμένος παράδεισος, η Σαμοθράκη είναι ένας πραγματικά μοναδικός τόπος. Δεν έχει όμως παραμείνει αλώβητη, όπως μαρτυρούν η απουσία υδρόβιας ζωής στα ρέματα και οι παράνομα κομμένοι κορμοί στα αιωνόβια δάση.

Kείμενο:Χριστίνα Σανούδου
Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας
ΠΗΓΗ: http://news.kathimerini.gr/

Tuesday 3 April 2012

Ανοιξιάτικες αποχρώσεις στο φαράγγι του Βίκου

Kατηφορίζοντας το λιθόστρωτο μονοπάτι από την είσοδο του χωριού Βίκος, ανυπομονούσα να προσεγγίσω τις όχθες του ποταμού, που διακρινόταν ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση και, όπως πίστευα, διέτρεχε ολόκληρο το φαράγγι.

Το θέαμα που αντίκρισα φτάνοντας στο εσωτερικό της χαράδρας, ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό: στα δεξιά μας, ούτε ίχνος νερού δεν έρρεε ανάμεσα στις λείες κατάλευκες πέτρες, όμως στα αριστερά η στεγνή κοίτη έδινε τη θέση της σε έναν ορμητικό χείμαρρο, ο οποίος έμοιαζε να αναβλύζει από τη γη.

Αργότερα, έμαθα πως πρόκειται για δύο ποτάμια, το ένα εκ των οποίων σχηματίζεται από χιόνι, που λιώνει στα γύρω βουνά - αν και, σύμφωνα με ένα ζευγάρι πεζοπόρων, που συναντήσαμε στη διαδρομή, η πλήρης απουσία νερού μέσα στην άνοιξη δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε κάποιου είδους ανθρώπινη παρέμβαση. Ακριβώς κάτω από το χωριό Βίκος, το ρέμα συναντά τις κύριες πηγές του ποταμού Βοϊδομάτη με τα κρυστάλλινα νερά, η θερμοκρασία των οποίων δεν ξεπερνά τους εννέα βαθμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Το φαράγγι φημίζεται για τις αποχρώσεις που παίρνουν οι φυλλωσιές των δέντρων το φθινόπωρο. Την άνοιξη όμως η εικόνα της Φύσης, που αναγενάται, είναι εξίσου καθηλωτική: η βλάστηση οργιάζει, αποκαλύπτοντας όλες τις πιθανές διαβαθμίσεις του πράσινου, τα νεαρά φύλλα των δέντρων γυαλίζουν στο φως του ήλιου και τα ανθισμένα αγριολούλουδα προσελκύουν σμήνη πολύχρωμων εντόμων.

Περπατήσαμε για περίπου τρεις ώρες ακολουθώντας το καλά σηματοδοτημένο μονοπάτι στα δεξιά της ξερής κοίτης, διασχίζοντας καταπράσινα δάση και ηλιόλουστα ξέφωτα, παρατηρώντας τις απόκρημνες πλαγιές και τους παράξενους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς -ηλικίας δεκάδων εκατομμυρίων χρόνων- και τρομοκρατώντας σαύρες, βατράχια, πουλιά και άλλα είδη της τοπικής πανίδας.

Κάθε τόσο διασταυρωνόμασταν με άλλους περιπατητές, που συνομιλούσαν μεταξύ τους σε διάφορες γλώσσες. Το φαράγγι, όπως και οι γύρω βουνοκορφές, αποτελούν ιδιαίτερα δημοφιλείς προορισμούς για φυσιολάτρες από όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο. Αντίθετα, οι περισσότεροι Ελληνες επισκέπτες που συναντήσαμε στην περιοχή αρκούνταν στο να θαυμάζουν τη θέα από ψηλά πριν κατευθυνθούν προς τις τοπικές ταβέρνες.

Μετά από περίπου δέκα χιλιόμετρα, το φαράγγι χωρίζεται στα δύο. Το δεξί τμήμα του ονομάζεται Βικάκι και εκτείνεται μέχρι το χωριό Μονοδέντρι, ενώ το αριστερό οδηγεί στις πλαγιές της Τύμφης, στις οποίες είχαμε περιπλανηθεί την προηγούμενη μέρα. Λίγο πριν από την ψηλότερη κορυφή του βουνού, την Γκαμήλα, και σε 2.000 υψόμετρο βρίσκεται η περίφημη Δρακόλιμνη - η πιο γνωστή από τις αλπικές λίμνες της Τύμφης και καταφύγιο του σπάνιου, μικροσκοπικού αλπικού τρίτωνα.

Στα τέλη Απριλίου, ο πάγος είχε αρχίσει να λιώνει, όμως τόσο η λίμνη όσο και οι επιβλητικές κορυφές που την περιβάλλουν, ήταν ακόμα ντυμένες στα λευκά. Στην απέναντι πλαγιά, είχαμε την τύχη να διακρίνουμε τις πατημασιές μιας από τις λιγοστές αρκούδες, που εξακολουθούν να βρίσκουν καταφύγιο στην οροσειρά της Πίνδου, αψηφώντας τις απειλές της λαθροθηρίας, της Εγνατίας Οδού και των ολοένα αυξανόμενων ορεινών δρόμων.

Καθώς είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο στην αρχή της διαδρομής, πήραμε απρόθυμα τον δρόμο του γυρισμού αντί να διασχίσουμε ολόκληρο το φαράγγι ώς το Μονοδέντρι. Στις πηγές του Βοϊδομάτη, σταματήσαμε ξανά για να επιχειρήσουμε μία -ολιγόλεπτη, εξαιτίας του ψύχους- βουτιά στα πεντακάθαρα νερά του ποταμού και τελικά επιστρέψαμε στο χωριό με μία αθέλητη παράκαμψη, που μας οδήγησε στο μικρό εκκλησάκι της Παναγίας του Βίκου.

Ηταν ανήμερα το Μεγάλο Σάββατο, και η Ανάσταση με βρήκε κάπου στην Εθνική Οδό, εξαντλημένη όχι όμως και ενοχλημένη επειδή δεν έφτασα έγκαιρα στην Αθήνα - είχα πειστεί ότι η πραγματική «γιορτή» δεν συνέβαινε στους δρόμους της πόλης, αλλά στο μαγικό τοπίο που είχα αφήσει πίσω μου.  

Kείμενο: Χριστίνα Σανούδου 
Φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας 
ΠΗΓΗ: http://news.kathimerini.gr/