Friday 17 August 2012

Διαδρομές στο Δουβλίνο

Γενέτειρα του Γέιτς, του Οσκαρ Ουάιλντ και του Σάμιουελ Μπέκετ, το Δουβλίνο έχει παραδόξως καθιερωθεί στη συνείδηση του λιγότερο «διαβασμένου» κοινού ως... ο τόπος παραγωγής της μπίρας Γκίνες. Κρίνοντας από τα πλήθη των τουριστών που τα βράδια συρρέουν στις παμπ και στα λιθόστρωτα δρομάκια του Temple Bar, στη νότια όχθη του ποταμού Λίφι, τέτοιου είδους στερεότυπα είναι μάλλον ωφέλιμα για την τοπική αγορά.

Αλλωστε η μπίρα καταναλώνεται σε εξίσου μεγάλες ποσότητες από ντόπιους και τουρίστες, ενώ η ζυθοποιία, όπου πραγματοποιούνται καθημερινές ξεναγήσεις, αποτελεί τον δημοφιλέστερο προορισμό της ιρλανδικής πρωτεύουσας. 

Πάντως, τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης εξακολουθούν να σχετίζονται με τη λογοτεχνική παράδοση και την καλλιτεχνική παραγωγή – ανάμεσά τους, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, τα τρία τμήματα του Εθνικού Μουσείου της Ιρλανδίας και η βιβλιοθήκη του Trinity College, όπου εκτίθεται το διάσημο «Βιβλίο του Κελς», έργο Κελτών μοναχών του 9ου αιώνα. Οι φοιτητές του κολεγίου απολαμβάνουν τις σπάνιες ηλιόλουστες μέρες καθισμένοι στο γρασίδι και στα σκαλιά των κτιρίων του 18ου και 19ου αιώνα.

Άλλα εμβληματικά οικοδομήματα, όπως το νορμανδικό κάστρο, ο Καθεδρικός του Αγίου Πατρίκιου και το κτίριο του κεντρικού ταχυδρομείου, αφηγούνται την ιστορία το Δουβλίνου από την ίδρυση της αποικίας των Βίκινγκ έως τον ιρλανδικό πόλεμο της ανεξαρτησίας. Πλανόδιοι μουσικοί, μίμοι και ποιητές επιδεικνύουν το ταλέντο τους στην O’Connel Street και στην εμπορική Grafton Street, όπου βρίσκεται και το χαρακτηριστικό άγαλμα της νεαρής Molly Malone.

Ιδανικό για «αποδράσεις» από τη βουή της πόλης είναι το απέραντο Phoenix Park, στα δυτικά της πρωτεύουσας, όπου κατοικούν ο πρόεδρος της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και... ένα κοπάδι ελεύθερων ελαφιών.

Κείμενο, φωτογραφία: Χριστίνα Σανούδου 
Copyright:www.kathimerini.gr

Tuesday 7 August 2012

Εκεί που το πιάνο βρήκε τους μάστορές του

Σε μία από τις μεγάλες βιομηχανικές αίθουσες του παλαιού σοβιετικού εργοστασίου, άντρες και γυναίκες με στολές εργασίας και εκφράσεις απόλυτης συγκέντρωσης χτυπούν ένα ένα τα πλήκτρα πιάνων σε διάφορα σχήματα, χρώματα και στάδια κατασκευής. Θα μπορούσε να είναι σκηνή από εικαστική εγκατάσταση ή μία πρωτότυπη παράσταση μεταμοντέρνου θεάτρου. Και όμως, είναι μια εικόνα καθημερινότητας για τους 136 εργαζόμενους της Beltman pianos, στην πόλη Gabala του βόρειου Αζερμπαϊτζάν.

Ο Hans Leferink, ιδιοκτήτης της ολλανδικής εταιρείας Beltman και δισέγγονος του ιδρυτή της, Johan Beltman, δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή όταν, το 2008, η αζερική κυβέρνηση του πρότεινε να ιδρύσει ένα εργοστάσιο πιάνων στους πρόποδες του Καυκάσου. Είχε, άλλωστε, κληθεί ακριβώς για τον ίδιο σκοπό στην Κίνα λίγα χρόνια νωρίτερα.

Κάτι παραπάνω από διευθυντής της μικρής βιομηχανίας –η οποία πλέον ανήκει στο κράτος του Αζερμπαϊτζάν–, o Hans Leferink είναι ο ιθύνων νους ενός μεγαλόπνοου σχεδίου: τη μετατροπή της επαρχιακής πόλης σε πόλο έλξης μουσικών και μουσικόφιλων από όλο τον κόσμο.

Σε στάδιο υλοποίησης βρίσκονται τόσο η σχολή κατασκευής πιάνων όσο και η συναυλιακή αίθουσα, χωρητικότητας 330 θεατών, την οποία θα εγκαινιάσει η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η εταιρεία συνδιοργανώνει το δημοφιλές φεστιβάλ κλασικής μουσικής της Gabala.

Η υψηλή κατανάλωση ενέργειας για την κατασκευή των μεταλλικών σκελετών είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν ιδανική την εγκατάσταση του εργοστασίου σε μία ταχύτατα αναπτυσσόμενη χώρα με πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Η λέξη «εργοστάσιο» είναι μάλλον παραπλανητική, αφού τα πιάνα της Beltman είναι χειροποίητα και ο χώρος θυμίζει περισσότερο εργαστήριο. Για τη στελέχωσή του, αντί να προσκαλέσει πτυχιούχους «ειδικούς» από την Ευρώπη, ο κ. Leferink αναζήτησε τους υπαλλήλους του στους δρόμους της Gabala και ανέλαβε να τους εκπαιδεύσει ο ίδιος.

«Αν η ακοή σου είναι καλή, μπορείς να μάθεις να χορδίζεις», υποστηρίζει. «Αν έχεις ταλέντο, μετά από ένα χρόνο εκπαίδευσης είσαι έτοιμος». Σήμερα, οι πρώην εργάτες και αγρότες εκπλήσσουν με την επιδεξιότητά τους, καθώς ανοίγουν τρύπες, συγκολλούν κομμάτια από ξύλο και μέταλλο, τραβούν τις λεπτές ατσάλινες χορδές και δοκιμάζουν το αποτέλεσμα, σαν να το έκαναν σε όλη τους τη ζωή.

Πεπεισμένος ότι «δεν μπορείς να φτιάξεις ένα τέλειο πιάνο αν δεν αισθάνεσαι καλά», ο διευθυντής του εργοστασίου φροντίζει για την υγεία του προσωπικού, έχοντας εισαγάγει μία σειρά καινοτομιών που ίσως αποτελούν συνηθισμένη πρακτική στις χώρες της Δ. Ευρώπης, είναι όμως ανήκουστες στο Αζερμπαϊτζάν: Ειδικός φωτισμός για ξεκούραστη εργασία, δωρεάν φαγητό, την προτροπή να παίρνουν άδεια όταν δεν έχουν διάθεση για δουλειά, ακόμα και τζαμί – αν και μόνο 12 από τους υπαλλήλους προσεύχονται συστηματικά.

Για τους ίδιους λόγους, τα πιάνα της εταιρείας δεν κατασκευάζονται από συνθετικά υλικά, η επεξεργασία των οποίων είναι καταστροφική για τους πνεύμονες. Ευτυχώς, τα αιωνόβια δέντρα, από τα οποία αποτελούνται τα ξύλινα μέρη, δεν προέρχονται από τις γειτονικές πλαγιές, που έχουν ήδη υποστεί πλήγμα από τη διάνοιξη δρόμων και την οικοδόμηση υπερπολυτελών θερέτρων στην περιοχή.

«Το ξύλο είναι ερυθρελάτη ηλικίας 150 ετών. Ερχεται από την Τουρκία, αλλά μη με ρωτήσετε ακριβώς από πού», σπεύδει να προσθέσει ο κ. Leferink, που ωστόσο επιλέγει ο ίδιος ένα ένα τα κομμάτια ξύλου προς αξιοποίηση.

Απόδειξη της ποιότητας των πιάνων Beltman είναι το γεγονός ότι η εταιρεία δέχεται παραγγελίες από όλον τον κόσμο, ενώ διαθέτει μόνιμες εκθέσεις στη Γερμανία και τη Ρωσία. 2.000 κομμάτια ήταν το σύνολο της περυσινής παραγωγής, που φέτος θα αυξηθεί στις 3.000. Στην εντέλεια φαίνονται να λειτουργούν και τα μηχανήματα, που κατασκευάστηκαν επί τόπου από «ανειδίκευτους» εργάτες, καθώς ήταν αδύνατη η μεταφορά τους από το εξωτερικό.

Κείμενο: Χριστίνα Σανούδου
Copyright:  http://www.kathimerini.gr